-
1 αλαφιάζομαι
ürkmek, kaçmak
См. также в других словарях:
αλαφιάζομαι — αλαφιάζομαι, αλαφιάστηκα, αλαφιασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
1 αλαφιάζομαι
αλαφιάζομαι — αλαφιάζομαι, αλαφιάστηκα, αλαφιασμένος βλ. πίν. 36 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής