-
1 ακρωτηριασμός
[акротириасмос] ουσ. а. обрезывание, гюдрезывание, (штр). ампутирование.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακρωτηριασμός
-
2 ампутация
мед. о ακρωτηριασμός, η αποκοπή-ировать ακρωτηριάζω, αποκόπτωРусско-греческий словарь научных и технических терминов > ампутация
-
3 ампутация
ампут||а́цияж ὁ ἀκρωτηριασμός, ἡ ἀποκοπή. -
4 увечье
увеч||ьес ἡ ἀναπηρία, τό σακάτεμα, ὁ ἀκρωτηριασμός. -
5 ампутация
[αμπουτάτσυγια] ουσ. θ. ακρωτηριασμός -
6 ампутация
[αμπουτάτσυγια] ουσ θ ακρωτηριασμός -
7 урез
-а α.1. κόψιμο, κόντεμα, βράχυνση, μίκραιμα.2. μτφ. περικοπή, ακρωτηριασμός, κρουτσούλεμα• περιορισμός.
См. также в других словарях:
ἀκρωτηριασμός — amputation masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρωτηριασμός — Η απώλεια ενός μέλους του σώματος ή, ευρύτερα, η απώλεια κάποιας ικανότητας ενός ατόμου. Στην ιατρική α. ονομάζεται η χειρουργική αφαίρεση μέλους ή τμήματος μέλους του σώματος ή τμήματος ενός οργάνου. Οι λόγοι που οδηγούν τον χειρουργό να κάνει α … Dictionary of Greek
ἀκρωτηριασμοί — ἀκρωτηριασμός amputation masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριασμοῦ — ἀκρωτηριασμός amputation masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριασμούς — ἀκρωτηριασμός amputation masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριασμῶν — ἀκρωτηριασμός amputation masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριασμῷ — ἀκρωτηριασμός amputation masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρωτηριασμόν — ἀκρωτηριασμός amputation masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρωτηρίαση — ακρωτηρίαση, η και ακρωτηριασμός, ο 1. η αποκοπή των άκρων σώματος ή πράγματος: Ο ακρωτηριασμός τού έσωσε τη ζωή. 2. υπερβολικό μίκρεμα κάποιου πράγματος: Αυτό δεν ήταν κλάδεμα, αλλά ακρωτηρίαση των δέντρων … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακρωνία — ἀκρωνία, η (Α) [ἄκρων] πιθ. ο ακρωτηριασμός … Dictionary of Greek
ακρωτηρίασις — ἀκρωτηρίασις ( εως), η (Α) [ἀκρωτηριάζω] ο ακρωτηριασμός … Dictionary of Greek