Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ακροατήριο

  • 1 ακροατήριο

    [акроатирио] ουσ. о. (о людях) аудитория,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακροατήριο

  • 2 аудитория

    аудитория ж 1) (помещение ) η αίθουσα 2) (слушатели) το ακροατήριο, οι ακροατές
    * * *
    ж
    1) ( помещение) η αίθουσα
    2) ( слушатели) το ακροατήριο, οι ακροατές

    Русско-греческий словарь > аудитория

  • 3 аудитория

    η αίθουσα ακροτηρίου
    το ακροατήριο

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аудитория

  • 4 аудитория

    аудитория
    ж
    1. (помещение) ἡ αίθουσα παραδόσεων
    2. собир. (слушатели) τό ἀκροατήριο[ν], οἱ ἀκροατές [-αί].

    Русско-новогреческий словарь > аудитория

  • 5 владеть

    владеть
    несов
    1. κατέχω, εἶμαι κάτοχος·
    2. перен χειρίζομαι, μπορῶ νά χειριστώ (оружием, пером и т. п.)/ κατέχω (каким-л. языком)/ μεταχειρίζομαι (рукой, ногой)· ◊ \владеть собой συγκρατούμαι, δέν παραφέρομαι· \владеть аудиторией κρατώ τό ἀκροατήριο.

    Русско-новогреческий словарь > владеть

  • 6 публика

    пу́блик||а
    ж τό κοινό[ν] / οἱ θεατές [-αί] (зрители)/ οἱ θαμώνες (посетители)/ τό ἀκροατήριο[ν] (аудитория):
    театр полон \публикаи τό θέατρο εἶναι γεμάτο ἀπό θεατές· театральная \публика τό θεατρικό[ν] κοινό[ν], οἱ θεατές· широкая \публика τό πλατύ κοινό.

    Русско-новогреческий словарь > публика

  • 7 слушатель

    слу́шате||ль
    м
    1. ὁ ἀκροατής·
    2. (студент) ὁ φοιτητής, ὁ σπουδαστής:
    \слушатель военной академии ὁ σπουδαστής τής στρατιωτικής ἀκαδημίας· 3„:
    \слушательли мн. собир. οἱ ἀκροατές, τό ἀκροατήριο[ν].

    Русско-новогреческий словарь > слушатель

  • 8 действовать

    -твую, -твуешь, μτχ. ενστ. действующий, ρ.δ.
    1. ενεργώ, δρω, πράττω•

    осторожно ενεργώ προσεκτικά (επιφυλαχτικά)•

    действовать в тылу врага δρω στα μετώπισθεν του εχθρού•

    действовать сообразно закону ενεργώ σύμφωνα με το νόμο•

    действовать сообща ενεργώ από κοινού.

    2. λειτουργώ, δουλεύω, εργάζομαι•

    машина хорошо -ет η μηχανή καλά δουλεύει•

    телефон не -ет το τηλέφωνο δε δουλεύει•

    у меня не -ет правая рука δεν ορίζω το δεξί μου χέρι.

    || ισχύω μπαίνω σε ισχύ.
    3. χρησιμοποιώ, κάνω χρήση, εφαρμόζω•

    действовать ножом χρησιμοποιώ το μαχαίρι•

    действовать убеждением, угрозами χρησιμοποιώ την πειθώ, τις απειλές•

    действовать логтями σπρώχνω με τους αγκώνες, διαγκωνίζομαι.

    4. επιδρώ,επενεργώ, έχω επιρροή• ισχύω•

    действовать на нервы επιδρώ στα νεύρα•

    -ет новый закон ισχύει ο νέος νόμος.

    || κάνω εντύπωση•

    пафос оратора -л на аудиторию το πάθος του ρήτορα επιδρούσε στο ακροατήριο.

    Большой русско-греческий словарь > действовать

  • 9 отзывчивый

    επ., βρ: -чив, -а, -о.
    1. πρόθυμος, ευδιάθετος, πρόσχαρος• πονετικός•

    -ая душа πονετική ψυχή•

    отзывчивый человек πρόθυμος άνθρωπος.

    2. ευαίσθητος•

    -ая аудитория ευαίσθητο ακροατήριο.

    Большой русско-греческий словарь > отзывчивый

См. также в других словарях:

  • ακροατήριο — το 1. το σύνολο των συναθροισμένων σε κάποιο χώρο ατόμων που ακούν κάτι (μουσική, ομιλία κτλ.): Το ακροατήριο έδειχνε πολύ ικανοποιημένο από την ομιλία. 2. η εκδίκαση δημόσια μιας υπόθεσης ποινικής ή πολιτικής, ο τόπος των συνεδριάσεων του… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακροατήριο — (Νομ.). Ως δικαστικός όρος, σημαίνει την αίθουσα όπου διεξάγονται οι δίκες. Είναι ο χώρος όπου συνεδριάζει το δικαστήριο για να ερευνήσει την υπόθεση και να απαγγείλει την απόφαση. Εκεί εξετάζονται οι μάρτυρες και οι πραγματογνώμονες (αν… …   Dictionary of Greek

  • μάρτυρας — Πρόσωπο που παρέχει πληροφορίες σε δικαστική αρχή· πρόσωπο που θανατώθηκε για τις θρησκευτικές του πεποιθήσεις, ή που βασανίστηκε για την ιδεολογία του· ο θεατής πράξεως ή γεγονότος. Σύμφωνα με τη χριστιανική θρησκεία ο μ. είναι ο επίσημος… …   Dictionary of Greek

  • Δικαστικό Συμβούλιο — Συμβούλιο που λειτουργεί σε κάθε ποινικό δικαστήριο και έχει σημαντικές και αποφασιστικές αρμοδιότητες. Υπάρχουν τα Δ.Σ. των πλημμελειοδικών, των Εφετών και του Αρείου Πάγου, που προβλέπονται από τις διατάξεις της ποινικής δικονομίας ως όργανα… …   Dictionary of Greek

  • δίκη — Με τον όρο δ. υποδηλώνεται το σύνολο των πράξεων οι οποίες αποτελούν την ιδιαίτερη εκείνη νομική σχέση που ονομάζεται δικονομική σχέση και αναπτύσσεται μεταξύ των ενδιαφερομένων μερών και των δικαστικών οργάνων του κράτους προς τον σκοπό της… …   Dictionary of Greek

  • θέατρο — Σκηνική παράσταση, λυρικό έργο, επιθεώρηση, χορογραφικό θέαμα· θ. ονομάζεται επίσης το σύνολο των θεατρικών έργων ενός συγγραφέα (π.χ. το θ. του Ίψεν). Ο όρος όμως δραματικό θ. δηλώνει αποκλειστικά το θεατρικό είδος που παρουσιάζει ένα γεγονός… …   Dictionary of Greek

  • Αθήνα — Πρωτεύουσα της Ελλάδας, από τις 18 Σεπτεμβρίου 1834, και του νομού Αττικής, το μεγαλύτερο πνευματικό, βιομηχανικό και οικονομικόεπιχειρησιακό κέντρο της χώρας. Βρίσκεται σε Β πλάτος 37° 58’ 20,1’’ και μήκος 23° 42’ 58,815’’ Α του Γκρίνουιτς. Στην …   Dictionary of Greek

  • ακροαματική διαδικασία — Νομικός όρος που κατά τις σύγχρονες δημοκρατικές αντιλήψεις, τείνει να πάρει τη θέση του όρου δίκη. Σημαίνει τη διερεύνηση μιας δικαστικής υπόθεσης, κυρίως ποινικής, από το αρμόδιο δικαστήριο, μπροστά στο κοινό, που ονομάζεται ακροατήριο (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • -τήριο — τήριον, ΝΜΑ παραγωγική κατάληξη ουδετέρων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία απαντούσε αρχικά σε ουσιαστικά, παράγωγα τών αρσενικών τού δράστη ενέργειας σε τήρ* (ανάλογος είναι και ο σχηματισμός τών επιθέτων σε τήριος, ενώ και ορισμένα ουσ …   Dictionary of Greek

  • ακουστήριον — ἀκουστήριον, το (Α) [ἀκούω] 1. το ακροατήριο 2. η αίθουσα διδασκαλίας ή διαλέξεων …   Dictionary of Greek

  • ακρόαση — Το να ακούει κανείς προσεκτικά κάποιον που μιλάει (από το ρήμα ακροάομαι ώμαι). Σημαίνει επίσης την υποδοχή, σε προκαθορισμένο χρόνο, από μια αρχή, πρόεδρο, υπουργό, διευθυντή κλπ. ενός προσώπου που θέλει να υποβάλει μια αίτηση, παράπονα κλπ.… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»