-
1 ακρατής
[акратис] εκ. неумеренный, несдержанный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακρατής
-
2 невоздержанный
невоздержанн||ыйприл ἀκρατης, μή ἐγκρατής / φαγᾶς (в пище):\невоздержанныйый в вине πότης, ἀκρατής οίνου· \невоздержанныйый на язык ἀθυρόστομος, ἀκρατής γλώσσης· \невоздержанныйая жизнь Εκλυτη ζωή, ζωή γεμάτη καταχρήσεις. -
3 неумеренный
неумеренн||ыйприл1. (чрезмерный) ὑπερβολικός, ὑπέρμετρος:\неумеренныйое употребление вина ἡ κατάχρηση στό πιοτό·2. (о человеке) ἀκρατης, ἀκράτητος / ἀδηφάγος, φαγᾶς (в еде)/ πότης (в питье). -
4 невоздержанный
[νιβαζντιέρζαννυϊ] εκ. ακρατής -
5 невоздержанный
[νιβαζντιέρζαννυϊ] επ ακρατής -
6 невоздержанный
επ., βρ: -жан, -а, -оακρατής• αχαλίνωτος•невоздержанный в еде φαγάς•
невоздержанный в вине μεγάλος κρασοπότης κρασοπατέρας•
невоздержанный на язык αθυρόγλωσσος, αθυρόστομος.
|| άσωτος, ακόλαστος, έκδοτος•-ая жизнь άσωτη ζωή.
-
7 невыдержанный
επ., βρ: -жан, -жанна, -о;1. ασυνεχής, ασύναπτος, ασύνδετος• ανόμοιος, ανομοιόμορφος•невыдержанный стиль ανομοιόμορφο στυλ.
2. ακρατής ακράτητος, παράφορος, αχαλίνωτος•невыдержанный характер παράφορος χαρακτήρας•
невыдержанный человек αχαλίνωτος άνθρωπος.
3. αγίνωτος, πρόωρος•невыдержанный сыр αγίνωτο κασέρι•
-ое вино αγίνωτο κρασί.
См. также в других словарях:
ἀκρατής — powerless masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακρατής — ές (Α ἀκρατής) (με ηθ. σημ.) αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα πάθη του, να επιβληθεί στον εαυτό του, ασυγκράτητος, έκλυτος αρχ. 1. ο δίχως σωματική δύναμη, αδύναμος 2. αυτός που δεν έχει εξουσία, επιβολή πάνω σε κάτι 3. αυτός που δεν κρατά… … Dictionary of Greek
ακρατής — ής, ές γεν. ούς, αιτ. ή, πληθ. ουδ. ή, αυτός που δεν μπορεί να συγκρατήσει τα πάθη του, άσωτος: Αν δεν ήταν τόσο ακρατής, δε θα χε κι αυτό το τέλος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκρατῆ — ἀκρατής powerless neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἀκρατής powerless masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) ἀκρατής powerless masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατέα — ἀκρατής powerless neut nom/voc/acc pl (epic ionic) ἀκρατής powerless masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατές — ἀκρατής powerless masc/fem voc sg ἀκρατής powerless neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατοῦς — ἀκρατής powerless masc/fem/neut gen sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατέας — ἀκρατής powerless masc/fem acc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατέες — ἀκρατής powerless masc/fem nom/voc pl (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατέσι — ἀκρατής powerless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατέσιν — ἀκρατής powerless masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)