-
1 ακράτητος
[акратитос] εκ. неудержимый, стремительный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακράτητος
-
2 несдержанный
επ.,• βρ: -жан, -жанна, -о1. ακράτητος, παραβιασμένος•-ая клятва ακράτητος όρκος•
-ое обещание ατήρητη υπόσχεση.
2. αχαλίνωτος, ακάθεκτος, ορμητικός, βίαιος. || άθελος, ακούσιος. || απότομος, οξύθυμος, αψίθυμος, ευόργητος. -
3 безудержный
безудержныйприл ἀκράτητος, ὁρμητικός, βίαιος, σφοδρός, ἀσυγκράτητος. -
4 мчаться
мчать||сяκαλπάζω, τρέχω μέ μεγάλη ταχύτητα / σπεύδω (торопиться)/ περνώ (о времени):\мчатьсяся во весь опор τρέχω ἀκράτητος. -
5 необузданный
необу́зданн||ыйприл ἀκαταδάμαστος, ἀκράτητος, ἀχαλίνωτος, ἀτίθασος. -
6 неудержимый
неудержи́м||ыйприл ἀκατάσχετος, ἀκάθεκτος, ἀκράτητος, ἀσταμάτητος / ὁρμητικός (стремительный):\неудержимый смех τό ἀκράτητο γέλιο· \неудержимыйое желание ἡ ἀσυγκράτητη ἐπιθυμία· \неудержимыйое развитие ἡ ὁρμητική ἀνάπτυξη. -
7 неумеренный
неумеренн||ыйприл1. (чрезмерный) ὑπερβολικός, ὑπέρμετρος:\неумеренныйое употребление вина ἡ κατάχρηση στό πιοτό·2. (о человеке) ἀκρατης, ἀκράτητος / ἀδηφάγος, φαγᾶς (в еде)/ πότης (в питье). -
8 безудержный
[μπιεζούντιρζνυϊ] επ. ακράτητος -
9 безудержный
[μπιεζούντιρζνυϊ] επ ακράτητος -
10 безудержный
κ. безудержный, επ., эр:-жен, -жна, -жноακράτητος, ασυγκράτητος, ασταμάτητος•-ые рыдания и слезы ακράτητοιλυγμοί και δάκρυα•
безудержный смех ακράτητο γέλιο.
-
11 горячий
επ., βρ: -ряч, -а, -о.1. θερμός, ζεστός. || καυτός, καυτερός, ζεματιστός. || μτφ. διακαής, ένθερμος, διάπυρος•-ее желание διακαής πόθος.
2. μτφ. θερμός•горячий привет θερμός χαιρετισμός•
горячий защитник θερμός υποστηριχτής.
|| ζωηρός•горячий спор ζωηρή συζήτηση.
|| μεγάλος•горячий поклонник μεγάλος θαυμαστής, λάτρης.
|| οξύθυμος, θυμικός•-ая голова θερμόαιμος, θερμοκέφαλος.
|| σφοδρός•-ая любовь σφοδρός έρωτας.
3. ευέξαπτος, ευερέθιστος, ευδιέγερτος, αράθυμος, τσινιάρης. || ορμητικός, ακράτητος, ατίθασος (για άλογα).4. εντατικός (γιά καιρό, εποχή)•-ая пора καιρός εντατικής δουλείας (θέρος-τρύγος• πόλεμος)•
-ие дни μέρες φούριας.
5. καυτός•-ая обработка металла καυτό δούλεμα μετάλλου.
6. ουσ. ουδ. -ее το ζεστό φαγητό.εκφρ.- ая кровь у кого – ο θερμόαιμος•- ие напитки – παλ. οινοπνευματώδη ποτά•по -им следам – α) στα νωπά ίχνη. β) αμέσως μετά (από ένα γεγονός)•под -ую руку (попасть) – πέφτω επάνω σε εξοργισμένο. -
12 дикий
επ., βρ: дик, дика, -дико.1. άγριος•-ая коза αγριόγιδα•
-ая утка αγριόπαπια•
виноград αγριόκλημα•
-ая яблоня αγριομηλιά.
|| άγγιχτος, άθικτος, παρθένος• ακατοίκητος. || ερημικός, κακοτράχαλος•-ие скалы άγρια βράχια.
2. απολίτιστος, αμόρφωτος, αγροίκος. || ως ουσ. βλ. дикарь.3. ακράτητος, βίαιος, ορμητικός, ατίθασος•дикий нрав άγριο ήθος.
4. φριχτός, φρικώδης, φοβερός•-ая боль φριχτός πόνος.
5. παράδοξος, παράλογος, άφρονας•дикий восторг εξωφρενικός ενθουσιασμός•
-ая мысль άφρονη σκέψη.
6. ακοινώνητος, απομονωμένος, κλεισμένος στο καβούκι του.7. παλ. γκρίζος, σταχτής, φαιός•дикий камень γκρίζια πέτρα.
εκφρ.- ое мясо – παλ. ιατρ. παρασάρκωμα. -
13 жажда
-ы θ.1. δίψα•чрезмерная жажда ακατάσχετη δίψα•
утолить -у καταπραΰνω (σβήνω) τη δίψα•
томиться -ой καίγομαι (φλέγομαι) από τη δίψα (γανιάζω).
2. σφοδρός, ακράτητος πόθος•жажда знаний δίψα για γνώσεις•
жажда мщения δίψα εκδίκησης•
жажда славы, влости δίψα για δόξα, για εξουσία.
-
14 закатистый
επ., βρ: -тист, -а, -о(για γέλιο) συνεχής, ακράτητος. -
15 невтерпёж
επίρ.ως κατηγ. είναι ανυπόφορος ή αφόρητος, δεν υποφέρεται•невтерпёж от холода δεν υποφέρεται (αυτό) το κρύο.
|| είμαι ακράτητος, δεν μπορώ να κρατηθώ•ему стало невтерпёж αυτός δεν μπορούσε να κρατηθεί.
-
16 невыдержанный
επ., βρ: -жан, -жанна, -о;1. ασυνεχής, ασύναπτος, ασύνδετος• ανόμοιος, ανομοιόμορφος•невыдержанный стиль ανομοιόμορφο στυλ.
2. ακρατής ακράτητος, παράφορος, αχαλίνωτος•невыдержанный характер παράφορος χαρακτήρας•
невыдержанный человек αχαλίνωτος άνθρωπος.
3. αγίνωτος, πρόωρος•невыдержанный сыр αγίνωτο κασέρι•
-ое вино αγίνωτο κρασί.
-
17 необузданный
επ., βρ: -дан, -данна, -данно (κυρλξ. κ. μτφ.) αχαλίνωτος, ακράτητος, ασυγκράτητος, αχαλιναγώγητος• ακάθεκτος, ατίθασος. -
18 непослушный
επ., βρ: -шен, -шна, -шноανυπάκουος• απειθής•непослушный ребёнок ανυπάκουο παιδάκι.
|| ακράτητος, ασυγκράτητος•-ые слёзы ασυγκράτητα δάκρυα.
-
19 неудержимый
επ., βρ:: -жим, -а, -оακράτητος, ασταμάτητος• ακάθεκτος, ακατάσχετος•неудержимый смех ασυγκράτητα γέλια•
-ые слёзы ακράτητα δάκρυα•
-ое желание ακατάσχετη επιθυμία.
-
20 угарный
угарный 1επ. βρ: -рен, -рна, -рно του διοξειδίου του άνθρακα•угарный запах η μυρουδιά του διοξειδίου του άνθρακα.
|| που περιέχει διοξείδιο του άνθρακα•угарный воздух αέρας με διοξείδιο του άνθρακα.
|| μτφ. παράφορος, ακράτητος, αχαλίνωτος, έξαλλος φρενήρης.εκφρ.угарный газ – μονοξείδιο του άνθρακα.угарный 2επ.που αποβάλλει πολύ βάρος με τη θέρμανση.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀκράτητος — unsubdued masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακράτητος — η, ο (Α ἀκράτητος, ον) [κρατῶ] 1. αυτός που δεν είναι δυνατόν να περιοριστεί, να συγκρατηθεί 2. ακατάσχετος, βίαιος, ορμητικός 3. αχαλίνωτος, ανυπότακτος, αδάμαστος αρχ. μσν. 1. ο άπιαστος, ο αναφής* 2. ο αήττητος … Dictionary of Greek
ακράτητος — η, ο ασυγκράτητος, βίαιος: Όταν θύμωνε ήταν ακράτητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀκρατήτως — ἀκράτητος unsubdued adverbial ἀκράτητος unsubdued masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτητον — ἀκράτητος unsubdued masc/fem acc sg ἀκράτητος unsubdued neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατήτου — ἀκράτητος unsubdued masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατήτους — ἀκράτητος unsubdued masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατήτων — ἀκράτητος unsubdued masc/fem/neut gen pl ἀκρατέω to be pres imperat act 3rd pl (doric aeolic) ἀκρατέω to be pres imperat act 3rd dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκρατήτῳ — ἀκράτητος unsubdued masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτητα — ἀκράτητος unsubdued neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκράτητοι — ἀκράτητος unsubdued masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)