Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

ακράσωτος

См. также в других словарях:

  • ακράσωτος — η, ο 1. αυτός που δεν ανακατεύτηκε με κρασί: Η σάλτσα είναι άνοστη, γιατί είναι ακράσωτη. 2. αυτός που δεν ήπιε κρασί, δε μέθυσε: Επιτέλους, ήταν κι αυτός μια φορά ακράσωτος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ακράσωτος — η, ο [κρασώνω] 1. αυτός που δεν περιέχει κρασί 2. (για φαγητά) αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μαγειρεύτηκε με κρασί 3. (για ανθρώπους) αυτός που δεν ήπιε κρασί …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»