-
1 ακράσωτος
η, ο1) не приправленный вином; 2) непьяный, трезвый
См. также в других словарях:
ακράσωτος — η, ο 1. αυτός που δεν ανακατεύτηκε με κρασί: Η σάλτσα είναι άνοστη, γιατί είναι ακράσωτη. 2. αυτός που δεν ήπιε κρασί, δε μέθυσε: Επιτέλους, ήταν κι αυτός μια φορά ακράσωτος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ακράσωτος — η, ο [κρασώνω] 1. αυτός που δεν περιέχει κρασί 2. (για φαγητά) αυτός που δεν αναμίχθηκε ή δεν μαγειρεύτηκε με κρασί 3. (για ανθρώπους) αυτός που δεν ήπιε κρασί … Dictionary of Greek