-
1 ακουστικά
[акустика] ουσ. о.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακουστικά
-
2 акустика
[ακούστικα] ουσ. θ. ακουστική -
3 акустика
[ακούστικα] ουσ θ ακουστική -
4 наушники
-
5 аппарат
1. (прибор, приспособление, техническое устройство) η συσκευή, το μηχάνημα, ο μηχανισμόςотделочный - τε-λειώματος/φινιρίσματοςперегонный хим. απόσταξης2. (система органов человека, животного или растения, выполняющих какую-л. определённую функцию организма) το σύστημα 3. (учреждение или система учреждений) η μηχανή, ο μηχανισμόςгосударственный - κρατική -.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > аппарат
-
6 наушники
мн. τα ακουστικά.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > наушники
-
7 орган
I.1.(орудие, инструмент) το εξάρτημα, το στοιχείο, το εργαλείο- ελέγχου2. (часть организма) το όργαν/οвнутренние - ы мед. εσωτερικά - αкомпетентные - ы τα αρμόδια - α, οι αρμόδιες αρχέςII. муз. το όργανο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > орган
-
8 наушники
наушникимн. (ед. наушник м)1. (на шапке) σκέπασμα τῶν αὐτιών2. радио τά ἀκουστικά. -
9 наушники
[ναούσνικι] ουσ. κληθ. ακουστικά -
10 наушники
[ναούσνικι] ουσ πληθ ακουστικά -
11 наушники
-ов πλθ. (ενκ. -ик -а α.)1. παρωτίδες σκούφου.2. ακουστικά (ασυρμάτου, τη-λ,εφώνου κ.τ.τ.). -
12 слышно
επίρ.1. ακουστικά• ακουστά•жадно и слышно глотать воду λαίμαργα και ακουστά καταπίνω νερό.
2. ως κατηγ. ακούεται, είναι ακουστός•отсюда хорошо слышно всех ораторов απεδώ μπορείς ν' ακούς καλά όλους τους ρήτορες•
мне вас не слышно δεν ακούεσαι (δε σας ακούω)•
никого не слышно δεν ακούεται κανένας•
-вам, что говорят? ακούτε τι λένε;
3. υπάρχουν πληροφορίες, ειδήσεις•о нём давно ничего не слышно καιρό έχομε να μάθομε κάτι γι αυτόν•
что слышно нового? τι νέα ακούσατε;•
что у вас -? τι ακούσατε; τι νέα έχετε;
4. (ωζ παρνθ. λ.) ακούεται, λέγεται•, что будет хороший урожай λένε, πως θα έχομε καλή σο-δε ιά.
См. также в других словарях:
ἀκουστικά — ἀκουστικός of neut nom/voc/acc pl ἀκουστικά̱ , ἀκουστικός of fem nom/voc/acc dual ἀκουστικά̱ , ἀκουστικός of fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀκουστικάς — ἀκουστικά̱ς , ἀκουστικός of fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ακοομετρία — Σύνολο πειραματικών μεθόδων, οι οποίες επιτρέπουν να προσδιοριστεί ποσοτικά η ακουστική ικανότητα ενός ατόμου. Με τη στενή του έννοια, ο όρος σημαίνει έναν περιορισμένο αριθμό μεθόδων μέτρησης και ιδιαίτερα αυτές που μπορούν να προσφέρουν σε έναν … Dictionary of Greek
ελέφαντας — (elephas). Θηλαστικό της οικογένειας των ελεφαντιδών, της τάξης των προβοσκιδοειδών, η οποία περιλαμβάνει τα μεγαλύτερα χερσαία ζώα που επιζούν μέχρι σήμερα. Εκτός από τις σημαντικές του διαστάσεις, ο ε. χαρακτηρίζεται και από την παρουσία της… … Dictionary of Greek
κώφωση — Έλλειψη της αντίληψης των ήχων. Μπορεί να είναι πλήρης ή να περιορίζεται σε εξασθένηση της ακουστικής οξύτητας (βαρηκοΐα) ή επίσης μπορεί να αφορά ολόκληρη την κλίμακα των ήχων ή μόνο ορισμένες συχνότητες (ακουστικά κενά). Το μέγεθος, ο τύπος, η… … Dictionary of Greek
σήματα — Σημάνσεις ή επικοινωνίες που πραγματοποιούνται μέσω συστημάτων διάφορων τύπων. Υποτυπώδη οπτικά ή ακουστικά σ. χρησιμοποιήθηκαν από τον άνθρωπο, σχεδόν αποκλειστικά στην ξηρά ήδη από την αρχαιότητα (είναι γνωστές οι φρυκτωρίες των αρχαίων Ελλήνων … Dictionary of Greek
ακουστική — Το σύνολο των φαινομένων που έχει σχέση με την ακοή. Επίσης, επιστήμη η οποία έχει ως αντικείμενό της το σύνολο των φαινομένων, που έχουν σχέση με τις ελαστικές ταλαντώσεις και περιλαμβάνει: 1) Το τμήμα της φυσικής που εξετάζειτα ηχητικά… … Dictionary of Greek
δέκτης — I (Ανατ.). Νευρικό κύτταρο που αντιδρά σε ένα συγκεκριμένο ερέθισμα, παράγοντας νευρικά ερεθίσματα. Δ. αποκαλείται και μία περιοχή στην επιφάνεια ενός κυττάρου, στην οποία πρέπει να συνδεθεί μία χημική ουσία του σώματος για να εκδηλωθεί το ειδικό … Dictionary of Greek
τυμπανοοσταριακός — ή, ό, Ν 1. ανατ. α) αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον τυμπανικό υμένα τού αφτιού και στα ακουστικά οστάρια ταυτόχρονα 2. φρ. «τυμπανοοσταριακό σύστημα» ανατ. το σύστημα που αποτελείται από τον τυμπανικό υμένα, από τα τρία ακουστικά οστάρια,… … Dictionary of Greek
συγκεκριμένη ποίηση — Εκτός από τη ζωγραφική η έννοια του «συγκεκριμένου» επηρέασε και τον ποιητικό λόγο και, γενικότερα, τη λογοτεχνία. Στην πρώτη χρονολογικά Ανθολογία συγκεκριμένης ποίησης (1983), που κυκλοφόρησε στην Ελλάδα, ο ανθολόγος Κ. Γιαννουλόπουλος, ανάμεσα … Dictionary of Greek
Τροχαία — Αστυνομική υπηρεσία η οποία σχετίζεται με ό,τι σύρεται σε τροχούς (αμάξια, ποδήλατα, αυτοκίνητα κλπ.). Τροχαίο υλικό ονομάζονται τα ανταλλακτικά των τροχοφόρων. Ειδικά σήματα, οπτικά ή ακουστικά, που διευκολύνουν την κίνηση των τροχοφόρων,… … Dictionary of Greek