Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ακολούθως

  • 1 ακολούθως

    [аколутос] επί\р. после, вслед за тем, далее.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακολούθως

  • 2 вслед

    вслед
    1. нареч κατόπιν, σέ συνέχεια, ὑστερα ἀπό, ἀκολούθως:
    бежать \вслед за кем-л. τρέχω τό κατόπι, τρέχω πίσω ἀπό κάποιον идти \вслед за кем-л. ἀκολουθώ κάποιον смотреть \вслед παρακολουθώ μέ τό βλέμμα·
    2. предлог с дат. п. (вдогонку) πίσω ἀπό:
    крикнуть кому́-л. вслед φωνάζω κάποιον \вслед ему́ раздался хохот μόλις ἀπομακρύνθηκε ἀκούστηκαν γέλια· ◊ \вслед за этим ὕστερα ἀπ' αὐτό, σέ συνέχεια, μετά ταῦτα

    Русско-новогреческий словарь > вслед

  • 3 впоследствии

    επίρ.
    ακολούθως, κατοπινά, μετέπειτα, μεταγενέστερα, αργότερα.

    Большой русско-греческий словарь > впоследствии

  • 4 вслед

    επίρ.
    αμέσως μετά, κοντά, ακολούθως, σε συνέχεια•

    вслед за ним выступил председатель αμέσως μετά απ’ αυτόν μίλησε ο πρόεδρος•

    за тем μετά απ’ αυτό, σε συνέχεια.

    Большой русско-греческий словарь > вслед

  • 5 дальше

    1. συγκρ. β. του επ. далекий και του επίρ. далеко.
    2. επίρ. μετά, έπειτα, ύστερα, κατόπιν, ακολούθως•

    а дальше что было? και μετά τι έγινε;•

    что же -? και μετά;

    3. παρακάτω, κατωτέρω•

    пишите дальше γράφετε παρακάτω•

    дальше рассказывай дальше διηγήσου παρακάτω.

    || περισσότερο, άλλο, πιο πέρα•

    я дальше не могу терпеть άλλο δε μπορώ να υποφέρω.

    εκφρ.
    дальше! – παρακάτω!•
    дальше ехать некуда – παραπέρα δεν έχει, δεν πάει, ως αυτού και πίσω•
    не дальше как... ή не дальше чем – (για τόπο, χρόνο) ακριβώς, συγκεκριμένα, καθόλου παραπάνω ή πιο πέρα.

    Большой русско-греческий словарь > дальше

  • 6 следовательно

    επιρ. ακολούθως, επομένως, συνεπώς, κατά συνέπεια.

    Большой русско-греческий словарь > следовательно

См. также в других словарях:

  • ἀκολούθως — ἀκόλουθος following adverbial ἀκόλουθος following masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πετρέλαιο — Μείγμα πολυάριθμων υδρογονανθράκων, όλων σχεδόν των χημικών σειρών, που περιέχει και μικρές ποσότητες οξυγονούχων, αζωτούχων και θειούχων προϊόντων. Πετρέλαια θεωρούνται και τα ορυκτέλαια που εξάγονται από μεταλλευτικά κοιτάσματα, εκείνα που… …   Dictionary of Greek

  • έπειτα — (AM ἔπειτα) επίρρ. 1. αργότερα, μετά, ακολούθως 2. (σε ερώτηση) έπειτα; κι έπειτα; εκφράζει περιφρόνηση, ειρωνεία ή αδιαφορία για ισχυρισμό ή συμπέρασμα που υπονοείται (α. «θα φύγει κι έπειτα;» β. «ἔπειτα οὐκ οἴει φροντίζειν τοὺς θεοὺς ἀνθρώπων;» …   Dictionary of Greek

  • ακόλουθος — Άγιος της Ανατ. Ορθόδοξης Εκκλησίας. Καταγόταν από τη Θηβαΐδα και έζησε στην Ερμούπολη της Αιγύπτου επί Μαξιμιανού. Τον συνέλαβαν στα χρόνια του ηγεμόνα Αρριανού, ο οποίος προσπάθησε με κολακείες και απειλές να τον επαναφέρει στην εθνική θρησκεία …   Dictionary of Greek

  • μετρητής — Συσκευή ικανή να προσδιορίσει στον χρόνο ένα μεταβλητό μέγεθος. Ο μ. μετρά την ποσότητα ηλεκτρικής ενέργειας ενός υγρού ή ενός αερίου, που διατρέχει ορισμένο αγωγό, δείχνοντας σε κάθε στιγμή το άθροισμα των ποσοτήτων που έχουν διέλθει έως εκείνη… …   Dictionary of Greek

  • στατική — I Τμήμα της μηχανικής που μελετά τις συνθήκες ισορροπίας των σωμάτων. Οι πρώτες μελέτες επί της ισορροπίας γεννήθηκαν από πρακτικές ανάγκες και οι πρώτες γνωστές σαφείς έννοιες αναφέρονται στη χρήση του μοχλού. Η επιστημονική διερεύνηση του… …   Dictionary of Greek

  • νευρικό σύστημα — Σύστημα οργάνων στα ζώα και στους ανθρώπους με το οποίο πραγματοποιείται η επαφή του οργανισμού με το περιβάλλον και με το οποίο αλληλοσυνδέονται τα όργανα μεταξύ τους και συντονίζονται οι λειτουργίες του σώματος. κεντρικό ν.σ. Στην κοιλότητα που …   Dictionary of Greek

  • πυρήνας ατομικός — Στη φυσική, το κεντρικό, εξαιρετικά συμπαγές και θετικά φορτισμένο μέρος του ατόμου. Γύρω από τον πυρήνα κινούνται τα ηλεκτρόνια φορτισμένα αρνητικά. Οι διαστάσεις των πυρήνων είναι της τάξης μεγέθους 10 13 ÷10 12 εκ. (κλάσμα ίσο με ένα… …   Dictionary of Greek

  • σελοφάν — Εμπορική ονομασία μιας συνθετικής ρητίνης, η οποία παράγεται από την κυτταρίνη δι’ αντίδρασης με θειούχο άνθρακα σε βασικό περιβάλλον (μέθοδος βισκόζης). Η βισκόζη, αφού πλυθεί, υφίσταται λεύκανση και ακολούθως ο πολτός υφίσταται επεξεργασία σε… …   Dictionary of Greek

  • ՀԵՏԵՒԱԲԱՐ — ( ) NBH 2 0090 Chronological Sequence: Unknown date, 8c, 11c, 12c մ. ἁκολούθως consequenter, et convenienter. Հետեւմամբ. ըստ հետեւութեան. ըստ կարգի. օրինօք. յաջորդաբար. եւ Ի հարկէ. ʼի դէպ. *Արդ՝ հետեւաբար մեզ զծնունդն տէրունական ատենաբանեաց.… …   հայերեն բառարան (Armenian dictionary)

  • подобьнѣ — (24) нар. 1.Надлежащим образом: ѥгда покаѥши сѧ постенеши тъгда сп҃сеши сѧ. || ˫ако велика ѥсть милость х҃а б҃а. и оцѣштениѥ обраштѧюштиимъсѧ къ немѹ подобьнѣ. обратимъсѧ и покаимъсѧ. Изб 1076, 201–202; Сице сп҃сьно и подобьнѣ заповѣдана˫а и лѣпо …   Словарь древнерусского языка (XI-XIV вв.)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»