-
1 ακαταλόγιστο
[акаталогисто] ουσ. о. невменяемость,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακαταλόγιστο
-
2 невменяемость
невменяем||остьж юр. τό ἀνεύθυνο[ν], τό ἀκαταλόγιστο[ν]:быть в состоянии \невменяемостьости εἶμαι ἀνεύθυνος.
См. также в других словарях:
ακαταλόγιστο — Νομικός όρος που σημαίνει την έλλειψη καταλογισμού. Βλ. λ. καταλογισμός … Dictionary of Greek
ακαταλόγιστος — η, ο [καταλογίζω] 1. αυτός που σκέπτεται, μιλάει ή ενεργεί όχι σύμφωνα με τη λογική 2. ο ανεύθυνος για τους λόγους και τις πράξεις του λόγω διανοητικής αναπηρίας, ψυχικής διαταραχής ή μικρής ηλικίας 3. εκείνος που γίνεται παράλογα «πράξη… … Dictionary of Greek
ανεύθυνος — η, ο (Α ἀνεύθυνος, ον) [ευθύνω] 1. αυτός που δεν φέρει ευθύνη για κάτι 2. αυτός από τον οποίο δεν μπορείς να ζητάς ευθύνες, ακαταλόγιστος 3. αυτός που δεν αναλαμβάνει την ευθύνη των πράξεων του, ο χωρίς αίσθημα ευθύνης νεοελλ.) (ποιν.) το… … Dictionary of Greek
ηθικός αυτουργός — Όρος του ποινικού δικαίου. Χαρακτηρίζει εκείνον που προκαλεί (με πρόθεση) σε άλλον την απόφαση για τη διάπραξη μιας άδικης πράξης. Τιμωρείται με την ίδια ποινή (ως αντικειμενικό πλαίσιο) με την οποία τιμωρείται και ο αυτουργός (άρθρο 46, παρ. 1 Π … Dictionary of Greek
κωφάλαλοι — Άτομα με ειδικές ανάγκες, πάσχοντα από εκ γενετής ή επίκτητη απουσία της ικανότητας της ακοής και της ομιλίας (βλ. λ. κωφαλαλία). Ιστορία. Στην ελληνική και στη ρωμαϊκή αρχαιότητα, οι κ. ζούσαν στο περιθώριο της ζωής και της κοινωνίας. Κατά τη… … Dictionary of Greek
ακαταλόγιστος — η, ο 1. αυτός που είναι παράλογος, ανισόρροπος: Αυτά που υποστηρίζει είναι πράγματα ακαταλόγιστα. 2. αυτός που έγινε παράλογα: Η πράξη αυτή είναι ακαταλόγιστη. 3. αυτός που δεν υπολογίστηκε σε βάρος κάποιου: Ταμειακά μικροελλείμματα συνήθως… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)