-
1 ακαρύκευτος
[акарикэфтос] εκ. неприправленный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ακαρύκευτος
-
2 пустой
επ., βρ: пуст, -а, -о.1. άδειος, κενός• κούφιος•-ая бочка άδειο βαρέλι•
-ая коробка άδειο κουτάκι•
пустой чемодан άδεια βαλίτσα.
|| ακατοίκητος•пустой дом ακατοίκητο σπίτι.
|| ελεύθερος•у нас был пустой урок ένα μάθημα δεν κάναμε, μια ώρα δεν έγινε μάθημα.
|| ακαρύκευτος, ανάρτυτος•-ые щи ανάρτυτη λαχανόσουπα (μόνο λάχανο).
2. μτφ. κούφιος, ελαφρόνους, φυρόμυαλος, ανάπηρος το νου,λειψός.3. μτφ. αβάσιμος, ανύπαρκτος•-ые страхи ανύπαρκτοι (αδικαιολόγητοι) φόβοι.
|| ανώφελος, άκαρπος• χωρίς περιεχόμενο.4. ασήμαντος, τιποτένιος, μηδαμηνός.5. ουσ. -ое ουδ. τιποτένιο πράγμα.εκφρ.- ое место – τιποτένιος (κούφιος) άνθρωπος•с -ыми руками прийти – έρχομαι με αδεινά τα χέρια•уйти -ыми руками – φεύγω με αδειανά τα χέρια (άπρακτος)•- ые фразы – κούφια λόγια, φράσεις χωρίς περιεχόμενο.
См. также в других словарях:
ακαρύκευτος — η, ο (Μ ἀκαρύκευτος, ον) [καρυκεύω] 1. αυτός που δεν έχει καρυκεύματα (για φαγητά που δεν έχουν μπαχαρικά και μυρωδικά) 2. μτφ. ο άνοστος, ο στεγνός: «λόγος ἀκαρύκευτος» … Dictionary of Greek
ακαρύκευτος — η, ο χωρίς καρυκεύματα: Τα ακαρύκευτα φαγητά δεν είναι νόστιμα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανάρτυτος — η, ο (Α ἀνάρτυτος, ον) [αρτύω] (για φαγητό) αυτός που δεν περιέχει καρυκεύματα, ακαρύκευτος, άνοστος νεοελλ. 1. (για φαγητό) νηστήσιμος 2. (για ανθρώπους) αυτός που δεν αρτύθηκε, που νήστευσε σε περίοδο νηστείας … Dictionary of Greek
ανάρτυτος — η, ο ακαρύκευτος, ανάλαδος· αυτός που δεν έφαγε φαγητά απαγορευόμενα στη νηστεία: Όλη τη Μ. Σαρακοστή την πέρασε ανάρτυτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)