Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ακαδημαϊκός

См. также в других словарях:

  • ακαδημαϊκός — ή, ό (Α ἀκαδημαϊκός, ὸν και Ἀκαδημεικός, Ἀκαδημικός, Ἀκαδήμιος) νεοελλ. 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στην Ακαδημία* φρ. «ακαδημαϊκή σύγκλητος», «ακαδ. αρχές» 2. ως ουσ. εταίρος, μέλος τής Ακαδημίας (λέγεται και αθάνατος) 3. αυτός που ανήκει ή …   Dictionary of Greek

  • ακαδημαϊκός — ή, ό επίρρ. ά 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στο πανεπιστήμιο: Ακαδημαϊκός πολίτης. – Ακαδημαϊκό έτος κτλ. 2. αυτός που ακολουθεί τους καθιερωμένους (από την Ακαδημία) κανόνες κι έτσι δεν παρουσιάζει πρωτοτυπία: Η τεχνοτροπία που ακολουθεί ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Στασινόπουλος, Μιχαήλ — Ακαδημαϊκός, τέως Πρόεδρος της Ελληνικής Δημοκρατίας. Γεννήθηκε στην Καλαμάτα το 1903 και σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Σταδιοδρόμησε ως εισηγητής στο Συμβούλιο Επικρατείας, έγινε πρόεδρος το 1937 και σύμβουλος το 1943,… …   Dictionary of Greek

  • χορός — Διαδοχικές κινήσεις του σώματος για σκοπούς αποκλειστικά καλλιτεχνικούς ή τελετουργικούς ή παιχνιδιού, με προκαθορισμένη τάξη και σύμφωνα με ένα ρυθμό, που δίνεται γενικά από τη μουσική. Ο χ. είναι από τα αρχαιότερα εκφραστικά μέσα, ίσως δεύτερο… …   Dictionary of Greek

  • Βορέας, Θεόφιλος — (Μαρούσι 1873 – Αθήνα 1954). Φιλόσοφος και ακαδημαϊκός. Διετέλεσε καθηγητής της συστηματικής φιλοσοφίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών (1912 39 και 1946 49), ιδρυτής του ψυχολογικού εργαστηρίου του πανεπιστημίου (1920) και ακαδημαϊκός (1926). Στη… …   Dictionary of Greek

  • Ζολώτας, Ξενοφών — (Αθήνα 1904 –). Οικονομολόγος, πανεπιστημιακός, ακαδημαϊκός και πρωθυπουργός οικουμενικής κυβέρνησης (Νοέμβριος 1989 – Απρίλιος 1990). Σπούδασε στα πανεπιστήμια Αθηνών, Λειψίας και Παρισιού. Το 1928 έγινε καθηγητής στο Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο… …   Dictionary of Greek

  • Μπαλάνος, Δημήτριος — (Αθήνα 1877 – 1959). Θεολόγος, πανεπιστημιακός, ακαδημαϊκός και πολιτικός. Γόνος της ιστορικής ηπειρώτικης οικογένειας (βλ. λ. Μπαλάνος), ο Μ. σπούδασε θεολογία στο Πανεπιστήμιο Αθηνών και μετεκπαιδεύτηκε στη Γερμανία (1900 4). Υπηρέτησε ως… …   Dictionary of Greek

  • Liste des membres de l'Académie d'Athènes — Liste des membres de l Académie d Athènes, l académie nationale des Sciences, Humanités et Beaux Arts de Grèce. Liste 1926 (membres fondateurs nommés dans la charte de l Académie) Dimitrios Aeginitis  …   Wikipédia en Français

  • ακαδημαϊκότητα — η [ακαδημαϊκός] 1. η ιδιότητα τού ακαδημαϊκού, αυτού δηλ. που ανήκει ή αναφέρεται στην Ακαδημία 2. ο ακαδημαϊκός χαρακτήρας ενός έργου, ο ακαδημαϊσμός. [ΕΤΥΜΟΛ. Απόδοση στα Ελληνικά ξεν. όρου, πρβλ. γαλλ. academisme < academique < λατ. λ.… …   Dictionary of Greek

  • Αθανασιάδης-Νόβας, Γεώργιος — (Ναύπακτος 1893 – Αθήνα 1987). Ακαδημαϊκός, πρωθυπουργός, μέλος του Ανωτάτου Συμβουλίου της δημοκρατίας και λογοτέχνης. Σπούδασε νομικά στο πανεπιστήμιο της Αθήνας. Άσκησε τη δικηγορία για λίγα χρόνια στην Αθήνα και ταυτόχρονα δημοσιογραφούσε… …   Dictionary of Greek

  • Άμαντος, Κωνσταντίνος — (Χίος 1874 – Αθήνα 1960). Ακαδημαϊκός, καθηγητής της βυζαντινής ιστορίας στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Σπούδασε φιλολογία στην Αθήνα και στο Μόναχο. Μέχρι το 1914 δίδασκε σε γυμνάσια της Χίου, της Κύπρου και του Καΐρου. Μετά εργάστηκε ως συντάκτης του …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»