-
1 αιχμαλωτίζομαι
-
2 αἰχμαλωτίζομαι
-
3 αιχμαλωτίζομαι
tutsak düşmek, esir alınmak -
4 αιχμαλωτίζω
μετ.1) брать в плен; 2) перен. пленять; завлекать; очаровывать;αιχμαλωτίζομαι — попадать в плен
-
5 αἰχμαλωτίζω
A take prisoner, D.S.14.37, LXX 4 Ki.24.14, al.:—more freq. in [voice] Med.,αἰχμαλωτίζομαι J.BJ4.8.1
: [tense] fut. - ίσομαι ib.2.4: [tense] aor. ᾐχμαλωτισάμην ib.1.22.1, D.S.13.24: [tense] pf.ᾐχμαλώτισμαι J.BJ4.9.8
(with v.l. -σάμενοι); also in pass. sense, SIG 763 ([place name] Cyzicus).Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > αἰχμαλωτίζω
См. также в других словарях:
αιχμαλωτίζομαι — αιχμαλωτίζομαι, αιχμαλωτίστηκα, αιχμαλωτισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αἰχμαλωτίζομαι — αἰχμαλωτίζω take prisoner pres ind mp 1st sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
συναλίσκομαι — Α 1. αιχμαλωτίζομαι μαζί με άλλους 2. (για ψάρια ή ζώα) πιάνομαι στο δίχτυ μαζί με άλλον. [ΕΤΥΜΟΛ. < συν * + ἁλίσκομαι «αιχμαλωτίζομαι, συλλαμβάνομαι»] … Dictionary of Greek
αλίσκομαι — ἁλίσκομαι (Α) ελλειπτικό παθητικό ρήμα που έχει ως ενεργητικό το αἱρῶ* (το ἁλίσκω μόνο στην παροιμία «ἐλέφας μῦν οὐχ ἁλίσκει») 1. (για πρόσωπα, τόπους, πράγματα) κυριεύομαι, συλλαμβάνομαι, αιχμαλωτίζομαι, πέφτω στα χέρια τού εχθρού 2. (για ζώα)… … Dictionary of Greek
κατειλωτίζομαι — (Α) (κατά το λεξ. Σούδα (μόνο μτχ. η παθ. παρακμ.) «κατειλωτισμένος καταδεδουλωμένος». [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + εἰλωτίζομαι «αιχμαλωτίζομαι, δουλώνομαι» (< εἴλως, τος)] … Dictionary of Greek
παραδίνω — παράδωσα, παραδόθηκα, παραδομένος (προστ. αορ. παραδώσου, παραδοθείτε) 1. δίνω κάτι ως επιστροφή ή για φύλαξη: Παράδωσε ο ίδιος την επιστολή στον παραλήπτη. 2. παραχωρώ κυριότητα ή χρήση ακινήτου: Ο εργολάβος έχει τη συμβατική υποχρέωση να μου… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)