Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αιτιώδης

  • 1 αιτιώδης

    [этиодис] εκ. причинный.

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αιτιώδης

  • 2 причинный

    επ., βρ: -чинен, -чинна, -чинно.
    1. αιτιώδης, αιτιατός•

    -ая связь явлений η αιτιώδης σχέση των φαινομένων ή αιτιοκρατία των φαινομένων.

    2. (γρα.μμ.) αιτιολογικός•причинныйые придаточные предложения δευτερεύουσες αιτιολογικές προτάσεις•

    причинный союз αιτιολογικός σύνδεσμος.

    3. ένοχος• συμμέτοχος•

    я (к) этому делу не -нен σ αυτή την υπόθεση είμαι αμέτοχος.

    Большой русско-греческий словарь > причинный

  • 3 причинный

    1. филос. αιτιώδης, αιτια-κός 2. грам. αιτιολογικός.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > причинный

  • 4 причинный

    причинн||ый
    прил αίτιωδης, ἀϊτιακός:
    \причинныйая связь ἡ αίτιακή σχέση.

    Русско-новогреческий словарь > причинный

  • 5 causal distribution

    French\ \ distribution causale
    German\ \ verursachende Verteilung
    Dutch\ \ deterministische verdeling
    Italian\ \ distribuzione causale
    Spanish\ \ distribución causal
    Catalan\ \ distribució causal
    Portuguese\ \ distribuição causal
    Romanian\ \ -
    Danish\ \ kausale distribution
    Norwegian\ \ kausal distribusjon
    Swedish\ \ orsakssamband distribution
    Greek\ \ αιτιώδης διανομή
    Finnish\ \ kausaalijakauma
    Hungarian\ \ véletlen eloszlás
    Turkish\ \ nedensel dağılım
    Estonian\ \ kausaaljaotus
    Lithuanian\ \ priežastinis skirstinys
    Slovenian\ \ vzročna distribucija
    Polish\ \ rozkład przyczynowy
    Ukrainian\ \ -
    Serbian\ \ каузални распоред
    Icelandic\ \ orsakasamband útbreiðsla
    Euskara\ \ kausazko banaketa
    Farsi\ \ tozie sababi
    Persian-Farsi\ \ -
    Arabic\ \ توزيع سببي
    Afrikaans\ \ oorsaaklike verdeling; kousale verdeling
    Chinese\ \ 因 果 分 布
    Korean\ \ 원인분포

    Statistical terms > causal distribution

  • 6 связь

    -и, προθτ. о связи, в связи
    κ. в связи θ.
    1. σύνδεση• δεσμός• σχέση•

    связь науки и производства σύνδεση επιστήμης και παραγωγής•

    торговые связи εμπορικές σχέσεις•

    хозяйственная связь районов οικονομική σύνδεση των περιοχών•

    αλληλοσύνδεση•

    установить связь между явлениями καθορίζω την αλληλοσύνδεση μεταξύ των φαινομένων•

    причинная связь η αιτιότητα ή αιτιώδης σχέση•

    взаимная связь αμοιβαία σύνδεση ή αλληλοσύνδεση•

    логическая связь λογική σχέση.

    || αλληλουχία, συνοχή, ειρμός•

    его слова не имеют никакой -и τα λόγια του είναι τελείως ασυνάρτητα.

    2. σύνδεσμος ενότητας, σχέση αμοιβαία• γνωριμία•

    нравственная связь ηθικός δεσμός•

    она с ним в -и αυτή μ αυτόν έχουν σχέσεις (τα χουν φτιασμένα)•

    поддерживать связь с кем-л. διατηρώ (έχω) σχέσεις (δεσμό) με κάποιον•

    прервать все -и κόβω κάθε σχέση (δεσμό)•

    дружеская связь φιλικός δεσμός•

    пустить в ход свои -и βάζω μπρος (χρησιμοποιώ) τις γνωριμίες (για επίτευξη του σκοπού).

    3. επικοινωνία•

    телефонная связь τηλεφωνική επικοινωνία•

    средства -и τα μέσα επικοινωνίας-связь с народом σύνδεση με το λαό•

    связь с городом επικοινωνία με την πόλη.

    4. ένωση, κόλλημα•

    связь камней и кирпича с помощью глины σύνδεσητων πετρών με τα τούβλα με λάσπη.

    5. τμήμαοικοδομής, παράρτημα σπιτιού.
    εκφρ.
    в связьй с... – σε σχέση, σχετικά, ανάλογα• ένεκα,λόγω•
    в -й – με την ευκαιρία.

    Большой русско-греческий словарь > связь

См. также в других словарях:

  • αἰτιώδης — resembling a cause masc/fem acc pl (attic epic doric) αἰτιώδης resembling a cause masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) αἰτιώδης resembling a cause masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αιτιώδης — ( ους), ες (Α αἰτιώδης) [αἰτία] αυτός που περιέχει, που κλείνει μέσα του την αιτία ενός πράγματος, ο αίτιος νεοελλ. φρ. «αιτιώδης σχέση», σχέση αιτίας και αποτελέσματος, αιτιότητα αρχ. 1. αυτός που μοιάζει με την αιτία ενός πράγματος, ο… …   Dictionary of Greek

  • αιτιώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που δείχνει την αιτία: Αιτιώδη σχέση λέμε τη σχέση αιτίας και αποτελέσματος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αἰτιωδέστερον — αἰτιώδης resembling a cause adverbial comp αἰτιώδης resembling a cause masc acc comp sg αἰτιώδης resembling a cause neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιώδει — αἰτιώδης resembling a cause masc/fem/neut nom/voc/acc dual (attic epic) αἰτιώδης resembling a cause masc/fem/neut dat sg αἰτιώδεϊ , αἰτιώδης resembling a cause dat sg (epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιώδη — αἰτιώδης resembling a cause neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) αἰτιώδης resembling a cause masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) αἰτιώδης resembling a cause masc/fem acc sg (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιῶδες — αἰτιώδης resembling a cause masc/fem voc sg αἰτιώδης resembling a cause neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιώδεις — αἰτιώδης resembling a cause masc/fem acc pl αἰτιώδης resembling a cause masc/fem nom/voc pl (attic epic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιωδεστέρου — αἰτιώδης resembling a cause masc/neut gen comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιωδῶν — αἰτιώδης resembling a cause masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αἰτιωδῶς — αἰτιώδης resembling a cause adverbial (attic epic doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»