-
1 αισχρολογώ
[эсхролого] р. браниться, ругаться, говорить, непристойности,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αισχρολογώ
-
2 сальность
са́льн||остьж (непристойность) ἡ αίσχρολογία:говорить \сальностьости λεγω αἰσχρολογίες, αίσχρολογώ. -
3 ёрничать
ρ.δ. (παλ. Η. απλ.) αιοχρουργώ, ασχημονώ, αισχρολογώ. -
4 замордовать
-дую, -дуешьρ.σ.μ.(απλ.) βαναυσολογώ, αισχρολογώ, αχρειολογώ, κοπρο-λογώ, ασχημοφέρνομαι. -
5 похабничать
ρ.σ. (απλ.) χυδαιολογώ, βωμόλοχώ, κοπρολογώ, αισχρολογώ, αχρειολογώ. -
6 сквернословить
-влю, -вишьρ.δ. αισχρολογώ, χυδαιολογώ, βωμολοχώ, αχρειολογώ, κο-προλογώ.
См. также в других словарях:
αισχρολογώ — βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αισχρολογώ — ( έω) (Α αἰσχρολογῶ) λέω αισχρά λόγια, βωμολοχώ, χυδαιολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισχρολόγος. ΠΑΡ. νεοελλ. αισχρολόγημα] … Dictionary of Greek
αισχρολογώ — ησα, μεταχειρίζομαι αισχρολογίες: Είχε την κακή συνήθεια να αισχρολογεί … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰσχρολογῶ — αἰσχρολογέω pres subj act 1st sg (attic epic doric) αἰσχρολογέω pres ind act 1st sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βωμολοχώ — αισχρολογώ: Τον άκουσα να βωμολοχεί σε όλη τη διάρκεια της ομιλίας του πρωθυπουργού … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
-λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… … Dictionary of Greek
αισχρολόγημα — το [αισχρολογώ] η αισχρολογία … Dictionary of Greek
αισχρολόγος — ο (Α αἰσχρολόγος) αυτός που λέει αισχρά λόγια, που εκστομίζει αισχρολογίες, βωμολόχος, χυδαιολόγος. [ΕΤΥΜΟΛ. < αισχρός + λόγος < λέγω. ΠΑΡ. αισχρολογία, αισχρολογώ νεοελλ. αισχρολογικός] … Dictionary of Greek
αισχρορρημονώ — ( έω) (Α αἰσχρορρημονῶ) [αἰσχρορρήμων] αισχρολογώ* … Dictionary of Greek
αχρειολογώ — ( έω) [αχρειολόγος] αισχρολογώ … Dictionary of Greek
λεσβιάζω — (Α λεσβιάζω) [Λέσβιος] νεοελλ. (για γυναίκα) έχω την ερωτική διαστροφή τών λεσβιάδων, έχω ομοφυλόφιλες ερωτικές σχέσεις αρχ. 1. επιδίδομαι σε στοματικό έρωτα 2. συνθέτω αισχρά ποιήματα, αισχρολογώ ως ποιητής («αὕτη ποθ ἡ Μοῡσα οὐκ ἐλεσβίαζεν, οὔ» … Dictionary of Greek