-
1 αιμοβόρος
[эмоворос] р. кровожадный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αιμοβόρος
-
2 кровавый
кровавыйприл αἰματηρός, αἰμοβόρος:\кровавый понос мед. ἡ δυσεντερία. -
3 кровожадностьый
кровожадность||ыйприл αίμόδιψος, αἰμοδιψής, αίμοχαρἡς, αἰμοβόρος. -
4 кровопийца
кровопийца μ, ж ὁ αἰμοβόρος, ὁ αίμο-πότης. -
5 кровопийца
[κραβαπίϊτσα] ουσ. θ. α. αιμοβόρος -
6 кровопийца
[κραβαπίϊτσα] ουσ θ α αιμοβόρος -
7 кровожадный
επ., βρ: -ден, -дна, -дноαιμόδιψος, -ψής, αιμοβόρος, αιμοχαρής. -
8 кровопийца
-ы α. κ. θ. αιμοβόρος, βδέλλα, σκληρός, άσπλαχνος άνθρωπος. -
9 лютый
κ. (απλ.) лютойεπ.θηριώδης, αιμοβόρος. || μτφ. σκληρός, άσπλαχνος, απάνθρωπος•лютый человек σκληρόκαρδος άνθρωπος.
|| δυνατός, ισχυρός•лютый мороз δριμύ ψύχος•
лютый голод λιμός.
|| αφοσιωμένος, δοσμένος ολόψυχα.
См. также в других словарях:
αἱμοβόρος — blood sucking masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αιμοβόρος — α, ο (Α αἱμοβόρος, ον) αυτός που τρέφεται με αίμα, που ρουφά αίμα νεοελλ. 1. αιμοδιψής, αιμοχαρής, κακούργος 2. επιθετικός, άγριος αρχ. 1. (για έντομα) αυτός που απομυζά αίμα 2. (για τα φίδια) αυτός που δεν χορταίνει αίμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < αἷμα +… … Dictionary of Greek
αἱμοβόρον — αἱμοβόρος blood sucking masc/fem acc sg αἱμοβόρος blood sucking neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμοβόρα — αἱμοβόρος blood sucking neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμοβόροι — αἱμοβόρος blood sucking masc/fem nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμοβόροιο — αἱμοβόρος blood sucking masc/fem/neut gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμοβόροις — αἱμοβόρος blood sucking masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμοβόρου — αἱμοβόρος blood sucking masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμοβόρους — αἱμοβόρος blood sucking masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμοβόρων — αἱμοβόρος blood sucking masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἱμοβόρῳ — αἱμοβόρος blood sucking masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)