-
1 αθώωση
[атооси] ουσ. Θ. оправдание.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αθώωση
-
2 оправдание
оправдание с 1) η δικαιολογία, η δικαίωση* в своё \оправдание... σαν δικαιολογητικό μου... 2) юр. η αθώωση* * *с1) η δικαιολογία, η δικαίωσηв своё оправда́ние … — σαν δικαιολογητικό μου…
2) юр. η αθώωση -
3 оправдание
1. юр. η απαλλαγή, η αθώωση 2. (объяснение, позволяющее оправдать что-, кого-л.) η δικαιολογία.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > оправдание
-
4 оправдание
оправданиес1. ἡ δικαιολογία, ἡ ἀπολογία, ἡ δικαίωση [-ις]:в свое (его и т. п.) \оправдание σάν δικαιολογητικό (μου, σου, του)·2. юр. ἡ ἀθώωση [-ις]. -
5 оправдание
-я ουδ.1. δικαιολογία•искать себе -я ψάχνω να βρω δικαιολογίες.
|| απαλλαγή, αθώωση.2. δικαίωση•оправдание надежд δικαίωση των ελπίδων.
3. αναπλήρωση, αντιστάθμιση,κάλυψη (εξόδων κλπ.).
См. также в других словарях:
αθώωση — η (AM ἀθῴωσις) απαλλαγή κάποιου από κατηγορία, αναγνώριση τής αθωότητάς του. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ἀθῳῶ ( όω), νεοελλ. αθωώνω] … Dictionary of Greek
Ντρέιφους, Αλφρέ — (Alfred Dreyfus, Μιλούζ 1859 – Παρίσι 1935). Αξιωματικός του γαλλικού στρατού, που κατηγορήθηκε για εσχάτη προδοσία το 1894 και αθωώθηκε, έπειτα από μακρές περιπέτειες, το 1906 (ορθή προφορά: Ντρεφίς). Περισσότερο από την προσωπική περίπτωση, η… … Dictionary of Greek
άφεση — Το να αφήνει κανείς κάτι ελεύθερο. Επομένως ά. μπορεί να χαρακτηριστεί και η εκτίναξη, η εκκίνηση, η απαλλαγή και η συγχώρηση. Στους αρχαίους Έλληνες ά. έλεγαν το διαζύγιο, τον χωρισμό. Στη στρατιωτική ορολογία ά. είναι η απομάκρυνση από τη… … Dictionary of Greek
αποψήφισις — ἀποψήφισις, η (Α) 1. αθώωση κατηγορουμένου 2. στέρηση πολιτικών δικαιωμάτων 3. απορριπτική ψήφος … Dictionary of Greek
δικαίωση — η (AM δικαίωσις) [δικαιώ] απόδοση δικαιοσύνης μσν. νεοελλ. επιβεβαίωση νεοελλ. 1. απόδειξη, πραγματοποίηση προβλέψεως 2. δικαιολογία τής υπάρξεως («δεν υπάρχει δικαίωση για τη ζωή μας») αρχ. 1. καταδίκη, τιμωρία 2. υπεράσπιση δικαίου, αθώωση 3.… … Dictionary of Greek
ευαπολόγητος — η, ο (ΑΜ εὐαπολόγητος, ον) αυτός που εύκολα επιδέχεται απολογία (επομένως και αθώωση), αυτός για τον οποίο απολογείται κάποιος εύκολα, αυτός τον οποίο εύκολα αντικρούει κάποιος απολογούμενος («ευαπολόγητη βιαιοπραγία») αρχ. αυτός που είναι ικανός … Dictionary of Greek
ορέστης — I Μυθολογικός ήρωας, γιος του Αγαμέμνονα και της Κλυταιμνήστρας. Ο μύθος του στρέφεται γύρω από τον φόνο της μητέρας του και του Αιγίσθου, τον οποίο πραγματοποίησε για να εκδικηθεί τον τραγικό θάνατο του πατέρα του. Αυτή η πράξη του, την οποία… … Dictionary of Greek
φρύνη — (Θεσπιές Βοιωτίας 365 π.Χ. – Αθήνα 310 π.Χ). Η γνωστότερη και ωραιότερη εταίρα της ελληνικής αρχαιότητας. Αρχικά την έλεγαν Μνησαρέτη, μα της έδωσαν το όνομα Φ., επειδή ήταν πολύ ωχρή. Ασκούσε στην αρχή το επάγγελμα της αυλητρίδας, και, κατόρθωσε … Dictionary of Greek
Αλκιβιάδης — I (Αθήνα 452 – Γρύνιο Φρυγίας 402 π.Χ.).Αθηναίος πολιτικός και στρατηγός. Δισέγγονος του Κλεισθένη, ανιψιός του Περικλή (ο οποίος μάλιστα τον κηδεμόνευε αρκετά χρόνια, γιατί o πατέρας του Κλεινίας είχε σκοτωθεί στη μάχη της Κορώνειας το 447 π.Χ.) … Dictionary of Greek
Άνταμς, Τζον — (John Adams, Κουίνσι, Μασαχουσέτη, 1735 – 1826). Δεύτερος πρόεδρος των Ηνωμένων Πολιτειών της Αμερικής (1797 1801). Γόνος παλιάς πουριτανικής οικογένειας (οι Αμερικανοί αντιμετώπιζαν πάντα με υποψία τους Ά. ως αριστοκράτες) πήρε δίπλωμα νομικής… … Dictionary of Greek
Γιουγκοσλαβία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Παλαιότερη ονομασία: Ομοσπονδιακή Σοσιαλιστική Δημοκρατία της Γιουγκοσλαβίας Έκταση: 102.173 τ.χλμ Πληθυσμός: 10.656.929 κάτ. (2002) Πρωτεύουσα: Βελιγράδι (1.280.600 κάτ. το 2002)Κράτος … Dictionary of Greek