-
1 ἐξ-αθροίζομαι
ἐξ-αθροίζομαι, med., heraussuchen u. versammeln, Eur. Phoen. 1169.
-
2 εξαθροιζομαι
-
3 επαθροιζομαι
-
4 προσυναθροίζομαι
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > προσυναθροίζομαι
-
5 ἐξαθροίζομαι
ἐξ-αθροίζομαι, heraussuchen u. versammeln
См. также в других словарях:
αθροίζομαι — αθροίζομαι, αθροίστηκα, αθροισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
εξαθροίζομαι — ἐξαθροίζομαι (Α) [αθροίζομαι] συγκεντρώνω και ανασυντάσσω τους στρατιώτες που έφυγαν από τη μάχη … Dictionary of Greek
ηθροισμένως — ἠθροισμένως (Α) επίρρ. (Υλώσσ. τού Ησύχ. για τη λ. αγεληδόν) κατ αγέλας, κοπαδιαστά, ομαδικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < μτχ. παρακμ. ηθροισμένος τού ρ. αθροίζομαι] … Dictionary of Greek
προσυνάγω — Α (συν. το παθ.) προσυνάγομαι αθροίζομαι προηγουμένως («ὁ προσυναχθεὶς ἀριθμός», Βέττ. Βαλ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < προ* + συνάγω «συναθροίζω, συγκεντρώνομαι»] … Dictionary of Greek