-
1 атлетика
атлетика ж о αθλητισμός лёгкая \атлетика ο στίβος, τα αγωνίσματα στίβου тяжёлая \атлетика η άρση βαρών* * *жο αθλητισμόςлёгкая атле́тика — ο στίβος, τα αγωνίσματα στίβου
тяжёлая атле́тика — η άρση βαρών
-
2 спорт
1. спорт м о αθλητισμός, το σπορ; автомобильный \спорт η αυτοκινητοδρομία; велосипедный \спорт η ποδηλασία; водный \спорт τα θαλασσινά σπορ; гребной \спорт η κωπηλασία; лыжный \спорт η χιονοδρομία, το σκι; парусный \спорт η ιστιοπλοία; заниматься \спортом ασχολούμαι με τον αθλητισμό 2. спорт, о διαιτητής; ο ελλανοδίκης (член жюри)* * *мο αθλητισμός, το σπορавтомоби́льный спорт — η αυτοκινητοδρομία
велосипе́дный спорт — η ποδηλασία
во́дный спорт — τα θαλασσινά σπορ
гребно́й спорт — η κωπηλασία
лы́жный спорт — η χιονοδρομία, το σκι
па́русный спорт — η ιστιοπλοία
занима́ться спортом — ασχολούμαι με τον αθλητισμό
-
3 атлетика
атлет||икаж ὁ ἀθλητισμός:легкая \атлетикаика ὁ ἀθλητισμός στίβου; тяжелая \атлетикаика ἡ ἄρση [-ις] βαρών. -
4 атлетика
-и θ.αθλητισμός•легкая атлетика ελαφρός αθλητισμός•
тяжелая атлетика η άρση βαρών.
-
5 атлетика
Русско-греческий словарь научных и технических терминов > атлетика
-
6 спорт
ο αθλητισμόςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > спорт
-
7 легкий
легк||ийприл ἐλαφρός, ἀβαρής / ἐΰκο-λος (нетрудный)! εὐστροφος, εὐκίνητος, σβέλτος (проворный):\легкийая работа ἡ ἐλαφριά δουλειά· \легкийое наказание ἡ ἐλαφρά ποινή, ἡ μικρή τιμωρία· \легкий завтрак τό ἐλαφρό[ν] πρόγευμα· \легкийое вино τό ἐλαφρό κρασί· \легкийое чтение τό εὐκολο ἀνάγνωσμα· \легкийая промышленность ἡ ἐλαφρά βιομηχανία· ◊ \легкий характер ὁ βολικός (или καλοβολος) χαρακτήρας· \легкийая атлетика спорт. ὁ ἀθλητισμός στίβου· с\легкийим сердцем μέ ἐλαφριά καρδιά. -
8 спорт
спортм ὁ ἀθλητισμός, τό σπορ:велосипедный \спорт ἡ ποδηλασία· гребной \спорт ἡ κωπηλασία· лыжный \спорт τό σκί, ἡ χιονοδρομία· парусный \спорт οἱ ἰστιοπλοϊκοί ἀγώνες· любитель \спорта ὁ φίλαθλος. -
9 licking
['likiŋ]( informal)1) (a beating as a punishment.) ραβδισμός2) (a humiliating defeat in a sports competition.) (αθλητισμός) συντριπτική ήττα -
10 спорт
[σπόρτ] ουσ. α σπορ, αθλητισμός -
11 спорт
[σπόρτ] ουσ α σπορ, αθλητισμός -
12 принадлежать
-жу, -жишьρ.δ.1. ανήκω•книга -ит библиотеке το βιβλίο είνα της βιβλιοθήκης•
дом -ит брату το σπίτι είναι του αδερφού.
2. έχω•спорту -ит большое будущее ο αθλητισμός έχει μεγάλο μέλλον.
-
13 спорт
-а α.αθλητισμός, σπορ, άθλημα•лыжный спорт χιονοδρομία•
велосипедный спорт ποδηλατοδρομία•
гребной спорт κωπηλασία•
парусный спорт ιστιοδρομία•
заниматься -ом ασχολούμαι με τον αθλητισμό•
водный спорт ναυταθλισμάς.
См. также в других словарях:
αθλητισμός — ο σύνολο σωματικών ασκήσεων με τις οποίες επιδιώκεται η βελτίωση της φυσικής κατάστασης του ανθρώπου: Ο αθλητισμός καλλιεργήθηκε για πρώτη φορά συστηματικά στην αρχαία Ελλάδα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθλητισμός — Η επίδοση στα αθλήματα, η εκγύμναση του σώματος. Με μια ειδικότερη έννοια, ο όρος αναφέρεται σε ένα σύνολο αθλημάτων, που ξεκινούν από τις φυσικές σωματικές ασκήσεις του ανθρώπου (βάδισμα, τρέξιμο, άλματα, ρίψεις). Αρχικά, ήταν η συστηματική… … Dictionary of Greek
Ελλάδα - Αθλητισμός — Ο ΑΘΛΗΤΙΣΜΟΣ ΚΑΙ ΟΙ ΟΛΥΜΠΙΑΚΟΙ ΑΓΩΝΕΣ ΣΤΗΝ ΑΡΧΑΙΟΤΗΤΑ Καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων Οι θεωρίες που έχουν διατυπωθεί για την καταγωγή του αθλητισμού και των αγώνων είναι πολλές. Πολλά από τα αθλήματα, όπως το τρέξιμο, το ακόντιο και η… … Dictionary of Greek
Nikos E. Politis — For other uses, see Politis. For other uses, see Nikos Politis. Nikos E. Politis Νίκος Ε. Πολίτης Born Patras, Greece Died 2005 … Wikipedia
σπορ — (sport). Αγγλικός όρος νεολατινικής προέλευσης, αποδεκτός σήμερα σ’ όλο τον κόσμο. Αν και παλιότερα ταυτιζόταν με τον αθλητισμό, με τον όρο σ. ενοούμε σήμερα τα αθλήματα, ως οργανωμένες εκδηλώσεις, που αριθμούν μόλις δύο αιώνων ζωή. Από παιχνίδι… … Dictionary of Greek
Γερμανία — Επίσημη ονομασία: Ομοσπονδιακή Δημοκρατία της Γερμανίας Προηγούμενη ονομασία (1948 90): Γερμανική Ομοσπονδιακή Δημοκρατία (ή Δυτική Γερμανία) & Γερμανική Λαϊκή Δημοκρατία) Έκταση: 357.021 τ.χλμ Πληθυσμός: 82.440.309 κάτ. (2000) Πρωτεύουσα:… … Dictionary of Greek
Sport — For other uses, see Sport (disambiguation). Sport in childhood. Association football, shown above, is a team sport which also provides opportunities to nurture social interaction skills. Sport is all forms of physical activity which, through… … Wikipedia
List of doping cases in sport — Part of a series on Doping in sport … Wikipedia
Iraklis Patras — Football club infobox clubname = A.S. Iraklis Patras Α.Σ. Ηρακλής Πατρών A.S. Iraklis Patron nickname = fullname = founded = 1930 ground = Patras, Greece capacity = chairman = manager = league = EPS Achaia Second Division season = 2006 07… … Wikipedia
Kotsiopoulos — Konstantinos Kotsiopoulos (Greek: Κωνσταντίνος Κωτσιόπουλος Italic text ) (born in Athens, Central Greece) is a Lecturer of Pastoral Theology at the Aristotle University of Thessaloniki . From 1993 to 2005 he was teaching theology, sociology and… … Wikipedia
-ισμός — (ΑΜ ισμός) παρεκτεταμένος τ. τής κατάλ. μός, η οποία σχηματίζει μεταρρηματικά παρ. (πρβλ. πνιγ μός < πνίγ ω, συρ μός < σύρ ω) από το θ. σε ισ τού αορ. τών ρ. σε ίζω (πρβλ. εξ ε φόβ ισ α < εκ φοβ ισ μός, χώρ ισ α > χωρ ισ μός). Η κατάλ … Dictionary of Greek