-
1 αθέτηση
[атэтиси] ουσ. Θ. правонарушение, нарушение договора, обещания,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αθέτηση
-
2 нарушение
нарушениес1. (покоя, тишины и т. п.) ἡ διαταραχή, ἡ διατάραξη [-ις]·2. (закона, обещания и т. п.) ἡ παραβίαση, ἡ παράβαση [-ις], ἡ ἀθέτηση, ἡ κατα,-ί πάτηση:\нарушение дисциплины ἡ παράβαση ттЙ πειθαρχίας· \нарушение обещания ἡ ἀθέτηση ὑπο-; σχέσης· \нарушение границы ἡ παραβίαση τών σιΗ νόρων. -
3 гарантия
η εγγύησ/ηнарушение - и αθέτηση/παραβίαση της - ηςс - ей на.. месяцев με - για. μήνεςдолгосрочная - μακράς διαρκείας, μακροπρόθεσμη -краткосрочная - μικρής διαρκείας, βραχυπρόθεσμη -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > гарантия
-
4 задолженность
το χρέ/ος, η οφειλήнеуплата - и по кредиту η αθέτηση λόγω μη εξόφλησης δόσης/δανείουпогашать - πληρώνω/εξοφλώ το -погашение - и по кредиту πληρωμή/εξόφληση δόσης/χρέ-ους του δανείουпокрывать - см. погашать -текущая - τρέχον -, βραχυπρόθεσμο -Русско-греческий словарь научных и технических терминов > задолженность
-
5 неисполнение
η αθέτησηη μη εκπλήρωσηη μη εκτέλεσηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > неисполнение
-
6 условие
1. (соглашение ο чём-л.статья договора требование или предложение) о όρ/οςвносить поправки в - я аккредитива κάνω διορθώσεις στους - ους της πιστωτικής επιστολήςнесоблюдение - й παράβαση/αθέτηση τους - ους- я контракта - οι της συμφω-νίας/σύμβασης2. (тех., мат.) η συνθήκ/η, τα δεδομένα 1. ατμόσφαιρας και θερμοκρασία 273,15 Кпроизводственные - я - ες της παραγωγής, παραγωγικές - εςРусско-греческий словарь научных и технических терминов > условие
-
7 несоблюдение
несоблюдениес ἡ παράβαση [-ις], ἡ ἀθέτηση [-ις]. -
8 неустойка
-и θ.1. αθέτηση λόγου ή υπόσχεσης. || πρόστιμο για παράβαση όρου συμφωνίας.2. αποτυχία. -
9 отступление
-я ουδ.1. υποχώρηση, οπισθοχώρηση• πισωδρόμηση•отступление вражеских войск υποχώρηση των εχθρικών στρατευμάτων.
2. μετακίνηση• απομάκρυνση• απόσυρση.3. κάμψη, λύγισμα•отступление перед трудностями λύγισμα μπροστά στις δυσκολίες.
4. παράβαση αθέτηση• ε, κτροπή απομάκρυνση•отступление от правил παράβαση των κανόνων•
отступление от темы απομάκρυνση από το θέμα.
(φιλγ.) παρέκβαση•лирическое отступление λυρική παρέκβαση.
-
10 прегрешение
-я ουδ. παλ.1. παραβίαση, παράβαση• αθέτηση.2. σφάλμα, λάθος, αμάρτημα.
См. также в других словарях:
αθέτηση — η 1. παράβαση, καταπάτηση των συμφωνημένων: Αυτό που κάνετε αποτελεί αθέτηση της συμφωνίας μας. 2. απόρριψη κειμένου (ολόκληρου ή μέρους) ως νόθου: Η αθέτηση του κομματιού αυτού είναι αστήριχτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αθέτηση — η (Α ἀθέτησις) ακύρωση, παραβίαση, καταπάτηση όρκου, νόμου ή συμφωνίας αρχ. 1. παραμέληση, κατάργηση 2. απόρριψη νόθου χωρίου ή λέξης από συγγραφικό έργο. [ΕΤΥΜΟΛ. < αθετώ. ΠΑΡ. αθετήσιμος] … Dictionary of Greek
ἀθετήσῃ — ἀθετήσηι , ἀθέτησις a setting aside fem dat sg (epic) ἀθετέω set at naught aor subj mid 2nd sg ἀθετέω set at naught aor subj act 3rd sg ἀθετέω set at naught fut ind mid 2nd sg ἀ̱θετήσῃ , ἀθετέω set at naught futperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀθετήσηι — ἀθέτησις a setting aside fem dat sg (epic) ἀθετήσῃ , ἀθετέω set at naught aor subj mid 2nd sg ἀθετήσῃ , ἀθετέω set at naught aor subj act 3rd sg ἀθετήσῃ , ἀθετέω set at naught fut ind mid 2nd sg ἀ̱θετήσῃ , ἀθετέω set at naught futperf ind mp 2nd… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
επιορκία — η (AM ἐπιορκία) [επίορκος] ψεύτικος όρκος, καταπάτηση όρκου, αθέτηση ένορκης υπόσχεσης («τὴν βασιλέως ἐπιορκίαν καὶ ἀσέβειαν», Ξεν.) νεοελλ. (ποιν. δίκ.) η εκούσια αθέτηση υπόσχεσης που δόθηκε για την εκπλήρωση μιας υποχρέωσης και επιβεβαιώθηκε… … Dictionary of Greek
πταίσμα — Είναι όρος τόσο του αστικού όσο και του ποινικού δικαίου, ενώ γενικά εννοιολογικά αποτελεί στοιχείο κάθε παράβασης κανόνος ή όρου δικαιοπραξίας. Κατά το δίκαιο των ενοχών, κάθε αθέτηση νομίμων υποχρεώσεων, και ιδιαίτερα των υποχρεώσεων του… … Dictionary of Greek
έκσπονδος — η, ον (AM ἔκσπονδος, ον) Ι. 1. αυτός που δεν συμπεριλαμβάνεται στις σπονδές, που αποκλείστηκε από αυτές («ἐκσπόνδους εἶναι τούτων τῶν συνθηκῶν», Πολύβ.) 2. αυτός που παραβαίνει τις σπονδές, που ενεργεί παρά τις σπονδές 3. (για ενέργειες ή… … Dictionary of Greek
ακύρωση — Η κήρυξη της ακυρότητας μιας δικαιοπραξίας. Ο όρος χρησιμοποιείται και ως α. διαδικασίας και σημαίνει θεσμό της ποινικής δικονομίας, ανάλογο προς την ανακοπή. Τέλος, το μέσο με το οποίο ζητείται από το Συμβούλιο Επικρατείας να ακυρώσει μια… … Dictionary of Greek
αναίρεση — (Νομ.).Ένδικο μέσο που αποβλέπει στην ακύρωση των αποφάσεων των τακτικών δικαστηρίων ή άλλων δικαιοδοτικών οργάνων εξαιτίας ανακριβούς εφαρμογής του νόμου και η οποία ασκείται ενώπιον ανωτάτων δικαστηρίων. Το ένδικο μέσο της α. προσφέρεται και σε … Dictionary of Greek
διπλός — ή, ό (AM διπλοῡς, ῆ, οῡν και διπλός, ή, όν Α και διπλόος, η, ον θηλ. και διπλέη) 1. διπλάσιος, αυτός που είναι δύο φορές μεγαλύτερος ή περισσότερος, δύο φορές ίδιος («διπλό κρεβάτι, μεροκάματο») 2. ο διπλωμένος στα δύο, σε δύο στρώσεις («διπλή… … Dictionary of Greek
καταπάτηση — η (Α καταπάτησις) [καταπατώ] το πάτημα με τα πόδια, ποδοπάτημα νεοελλ. 1. αυθαίρετη κατάληψη ξένου εδάφους («καταπάτηση οικοπέδου») 2. σφετερισμός («καταπάτηση ξένης περιουσίας») 3. παραβίαση («η καταπάτηση τών δικαιωμάτων τού ανθρώπου») 4.… … Dictionary of Greek