-
1 αερομαχία
[аэромахиа] ουσ. в. воздушный бой.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αερομαχία
-
2 бой
1. (обломки) τα θρύμματα, το θρυμμάτισμα 2. (битва) η μάχη 3. (часов) о κτύπος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > бой
-
3 бой
бойм1. ἡ μάχη:воздушный \бой ἡ ἀερομαχία; морской \бой ἡ ναυμαχία; рукопашный \бой ἡ μάχη σῶμα προς σώμα; у́личные бой οἱ ὁδομαχίες; встречный \бой ἡ ἀντεπίθεση; давать \бой δίνω μάχη; брать с бо́ю παίρνω (или κυριεύω) ἐξ ἐφόδου; сдаваться без бо́я παραδίδομαι ἀμαχητί;2. (борьба, состязание) ἡ πάλη, ὁ ἀγώνας [-ών]:кулачный \бой ἡ πυγμαχία; \бой быко́в ἡ ταυρομαχία; петушиный \бой ἡ ἀλεκτορομαχία, ὁ ἀγώνας πετεινών3. (удары):\бой часов ὁ χτύπος τοῦ [ὠ]ρολογίου; барабанный \бой ἡ τυμπανοκρουσία;4. (битая посуда и т. ἡ.) τά σπασμένα, τά θρύψαλλα -
4 воздушный
επ., βρ: -шен, -шна, -шно.1. αέρινος, αέριος, του αέρα•-ое давление πίεση του αέρα.
|| εναέριος•воздушный бой αερομαχία.
2. αεροπλοϊκός, αεροπορικός•-ая линия αεροπορική γραμμή•
-ое сообщение η αεροπορική συγκοινωνία•
-ое нападение αεροπορική επίθεση•
воздушный флот η αεροπορία•
-ая оборона αντιαεροπορική άμυνα.
3. κινούμενος με αέρα•воздушный молоток αερόσφυρα, -ύρα•
воздушный тормоз αεροπέδη.
4. ελαφρός•-ая походка πολύ ελαφρό βάδισμα.
εκφρ.- ые замки – αερόπυργοι (αεροβασίες, φαντασιοπληξίες, φαντασιοκοπήματα, καπνοί φαντασίας)•воздушный поцелуй – φιλί από απόσταση, με το χέρι•- ая тревога – αεροπορικός συναγερμός•воздушный насос – αεραντλία•воздушный шар – α) αερόστατο. β) μπαλλόνι, φούσκα (παιδικό παιγνίδι).
См. также в других словарях:
αερομαχία — η Στρ. η μάχη στον αέρα, η μάχη που δίνεται ανάμεσα σε αεροπλάνα … Dictionary of Greek
αερομαχία — η μάχη ανάμεσα σε αεροπλάνα: Στη διάρκεια του β’ παγκόσμιου πολέμου έγιναν πολλές αερομαχίες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀερομαχίας — ἀερομαχίᾱς , ἀερομαχία air battle fem acc pl ἀερομαχίᾱς , ἀερομαχία air battle fem gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αερομάχος — ο 1. είδος γερακιού 2. (για πρόσωπα) αερολόγος, αεροκόπος 3. μαχητής στον αέρα, μαχόμενος με ή σε αεροπλάνο, αυτός που συμμετέχει σε αερομαχία. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + μάχος < μάχομαι. ΠΑΡ. νεοελλ. αερομαχία, αερομαχώ] … Dictionary of Greek
αερομαχητικός — ή, ό [αερομαχία] ο σχετικός με την αερομαχία ή ο ικανός γι’ αυτήν … Dictionary of Greek
αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… … Dictionary of Greek
αερομαχώ — ( έω) [αερομάχος] 1. ματαιοπονώ 2. μάχομαι στον αέρα, διεξάγω αερομαχία … Dictionary of Greek
μάχομαι — (ΑM μάχομαι) 1. διεξάγω ή συνάπτω μάχη, κάνω πόλεμο, πολεμώ 2. καταβάλλω έντονες προσπάθειες για να φέρω κάτι σε πέρας, πασχίζω να πετύχω κάτι, αγωνίζομαι με όλες μου τις δυνάμεις να πραγματοποιήσω τους σκοπούς μου, καταβάλλω μεγάλους κόπους ώστε … Dictionary of Greek
Γκριγκ, Γιόχαν Νόρνταλ — (Johan Nordahl Grieg, Μπέργκεν 1902 – Βερολίνο 1943).Νορβηγός συγγραφέας. Yπήρξε πολεμικός ανταποκριτής στη διάρκεια των εμφυλίων πολέμων της Κίνας και της Ισπανίας, στον B’ Παγκόσμιο πόλεμο, ενώ αγωνίστηκε για την ελευθερία της Νορβηγίας και… … Dictionary of Greek
Νίβεν, Ντέιβιντ — (David Νiven, Κιριρμούιρ, Σκοτία, 1910 – 1983). Βρετανός ηθοποιός. Η πρώτη του αξιομνημόνευτη εμφάνιση έγινε με τη συμμετοχή του στο έργο Αερομαχία του δυτικού μετώπου (1938), με τον Ε. Φλιν. Το παρουσιαστικό του και οι φλεγματικές του ερμηνείες… … Dictionary of Greek
Παγκόσμιοι πόλεμοι — Οι δύο πόλεμοι, ο A» Παγκόσμιος πόλεμος (1914 18) και ο B» Παγκόσμιος πόλεμος (1939 45), στους οποίους συμμετείχαν οι κυριότερες δυνάμεις του κόσμου. Α’ Παγκοσμιος πόλεμος. Ποτέ, στην υπερχιλιετή ιστορία της, η Ευρώπη δεν έφτασε σε τόσο υψηλό… … Dictionary of Greek