Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αερολογώ

См. также в других словарях:

  • αερολογώ — αερολογώ, αερολόγησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αερολογώ — (I) λέγω «λόγια τού αέρα», φλυαρώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αερολόγος. ΠΑΡ. αερολόγημα]. (II) ( έω) Ι. ενεργ. εκθέτω κάτι στον αέρα, αερίζω ||. μέσ. 1. δροσίζομαι 2. παθαίνω ψύξη, κρυολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + παραγ. κατάλ. λογώ] …   Dictionary of Greek

  • αερολογώ — αερολόγησα, λέω λόγια του αέρα, φλυαρώ: Έπαψε τις αερολογίες κι άρχισε να μιλά σοβαρά …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αέρας — Όρος με πολλές ερμηνείες και χρήσεις. Ο άνεμος που δεν είναι πολύ δυνατός. Τo κλίμα ενός τόπου και μεταφορικά το ψυχολογικό κλίμα. Η εξωτερική εμφάνιση, το ύφος, το παρουσιαστικό. Η τόλμη, η αλαζονεία, η αυθάδεια. Έκφραση της ψυχικής διάθεσης. Η… …   Dictionary of Greek

  • -λογώ — (AM λογῶ, έω) β΄ συνθετικό ρημάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, τα οποία αρχικά σχηματίστηκαν από ονόματα σε λόγος (πρβλ. αισχρολογώ < αισχρολόγος), ενώ στη συνέχεια το β συνθετικό λογώ λειτούργησε ως παραγωγική κατάληξη, με αποτέλεσμα να… …   Dictionary of Greek

  • αεροκοπανίζω — και κοπανώ, άω 1. κοπανίζω αέρα, φλυαρώ, αερολογώ, μωρολογώ 2. κοπιάζω μάταια, ματαιοπονώ, σκιαμαχώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + κοπανίζω ο τ. αεροκοπανώ αποτελεί αναλογικό σχηματισμό κατά τα ρ. σε ώ, λόγω φωνητικής συμπτώσεως τών κατάλ. τού αόρ. ισα… …   Dictionary of Greek

  • αεροκουβεντιάζω — φλυαρώ, αερολογώ …   Dictionary of Greek

  • αερολόγημα — το [αερολογώ (Ι)] συνήθως στον πληθ. τα αερολογήματα οι αερολογίες (βλ. αερολογία Ι) …   Dictionary of Greek

  • αερολόγος — ο όποιος λέει «λόγια τού αέρα», φλύαρος, φαφλατάς. [ΕΤΥΜΟΛ. < αέρας + λόγος < λέγω. ΠΑΡ. αερολογία, αερολογώ] …   Dictionary of Greek

  • αερομυθώ — ἀερομυθῶ ( έω) (Α) [ἀερόμυθος] λέγω «λόγια τού αέρα», αερολογώ …   Dictionary of Greek

  • κενολεκτώ — κενολεκτῶ, έω (Α) κενολογώ, μιλώ χωρίς ουσιαστικό περιεχόμενο, αερολογώ, μωρολογώ. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεν(ο) * + λεκτῶ (< λεκτος < λέγω), πρβλ. κυριο λεκτώ, ορθο λεκτώ] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»