Перевод: со всех языков на все языки

со всех языков на все языки

αεροβατώ

  • 1 αεροβατώ

    ἀεροβατέω
    depths of air: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἀεροβατέω
    depths of air: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > αεροβατώ

  • 2 ἀεροβατῶ

    ἀεροβατέω
    depths of air: pres subj act 1st sg (attic epic doric)
    ἀεροβατέω
    depths of air: pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic)

    Morphologia Graeca > ἀεροβατῶ

  • 3 αεροβατώ

    (ε) αμετ. витать в облаках, предаваться мечтам; фантазировать

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αεροβατώ

  • 4 αεροβατώ

    [аэровато] р. мечтать, грезить, фантазировать,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αεροβατώ

  • 5 αεροβατώ

    [аэровато] ρ мечтать, грезить, фантазировать.

    Эллино-русский словарь > αεροβατώ

  • 6 αεροβατώ

    ayakları yere değmemek

    Ελληνικό – Τουρκικό Λεξικό > αεροβατώ

  • 7 облако

    облак||о
    с
    1. τό σύννεφο, τό νέφος:
    грозовое \облако ὁ μελανιάς· дождевые \облакоа τά σύννεφα τής βροχής· перистые \облакоа οἱ θύσανοι· кучевые \облакоа οἱ σωρείτες· слоистые \облакоа τά στρωματοειδῆ νέφη· покрываться \облакоами σκεπάζομαι ἀπό σύννεφα, συννεφιάζω·
    2. (клубы) τό σύννεφο, τό νέφος:
    \облакоа́ пыли νέφη κονιορτοῦ, τά σύννεφα σκόνης· \облако дыма τό σύννεφο καπνοῦ·
    3. черен, (тень, след) ἡ σκιά, τό νέφος:
    по лицу́ ее пробежало \облако гру́-сти τό πρόσωπο της τό συννέφιασε ἡ θλίψη· ◊ витать в \облакоах ἀεροβατῶ, περπατώ στά σύννεφα.

    Русско-новогреческий словарь > облако

  • 8 облако

    -а,. πλθ. -а, -ов ουδ.
    1. σύννεφο, νέφος, νεφέλη•

    перистые -а οι θύσανοι•

    кучевые -а οι σωρείτες•

    слойстые -а τα στρώματα•

    дождевые -а βροχοφόρα σύννεφα•

    грозовые -а κεραυνοφόρα σύννεφα•

    -а пыли σύννεφα σκόνης.

    2. μτφ. σκιά•

    по лицу е пробежало облако στο πρόσωπο της πέρασε μια σκιά.

    εκφρ.
    под -а; под -ами; до -ов – κοντά στα σύννεφα (πολύ ψηλά)•
    быть ή витать в -ах ή уноситься в -а – ονειροπολώ, ζω στα σύννεφα, νεφελοβατώ, αεροβατώ, αιθεροβατώ, φαντασιοκοπώ.

    Большой русско-греческий словарь > облако

  • 9 строить

    строго, строишь
    ρ.δ.
    1. οικοδομώ, χτίζω• φτιάχνω•

    строить дом χτίζω σπίτι•

    строить мост φτιάχνω γεφύρι.

    || κατασκευάζω•

    строить паровозы κατασκευάζω μηχανή σιδηροδρομική.

    || ράβω (ένδυμα).
    2. μτφ. δημιουργώ•

    строить социализм οικοδομώ (χτίζω) το σοσιαλισμό.

    3. σχεδιάζω•

    строить ромб σχεδιάζω ρόμβο.

    4. συντάσσω• συνθέτω-φτιάχνω, κάνω•

    строить фразу συντάσσω φράση•

    репертуар φτιάχνω το ρεπερτόριο•

    строить планы κάνω σχέδια, οργανώνω•

    он хорошо -ит свою работу αυτός καλά οργανώνει τη δουλειά του,

    5. βασίζω, στηρίζω•

    строить опыты на точных вычислениях στηρίζω τα πειράματα σε ακριβείς υπολογισμούς.

    6. κάνω•

    строить гримасы μορφάζω•

    строить шутки κάνω αστεία.

    7. συντάσσω•

    строить взвод в три шеренги συντάσσω τη διμοιρία σε τρεις ζυγούς.

    8. παλ. μουσ. κουρντίζω.
    εκφρ.
    строить воздушные замки – φτιάχνω πύργους στον αέρα (αεροβατώ, αιθεροβατώ, φαντασιοκοπώ)•
    строить из себя кого – παρουσιάζω τον εαυτό μου για κάποιον, κάνω πως είμαι.,., προσποιούμαιτον...
    1. οικοδομούμαι, χτίζομαι• γίνομαι.
    2. δημιουργούμαι, κατασκευάζομαι.
    3. συντίθεμαι• συντάσσομαι.
    4. επεξεργάζομαι, εκπονούμαι•

    -лись планы εκπονήθηκαν τα σχέδια.

    5. βασίζομαι, στηρίζομαι.
    6. συντάσσομαι (στηγραμμή).
    строю, строишь, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. стронный, βρ: строн, строена, строено
    ρ.σ.μ.
    τριπλασιάζω• ενώνω ανά τρία. || επα-ναλαβαίνω τρεις φορές.

    Большой русско-греческий словарь > строить

См. также в других словарях:

  • αεροβατώ — βλ. πίν. 73 (κυρίως στον ενεστ. και παρατατ.) …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αεροβατώ — (Α ἀεροβατῶ, έω) [ἀεροβάτης] βαδίζω στον αέρα (στη Νεοελληνικά με μτφ. σημ.) βρίσκομαι εκτός πραγματικότητας, πετώ στα σύννεφα, είμαι φαντασιόπληκτος αρχ. περπατώ περήφανα, καμαρωτά …   Dictionary of Greek

  • αεροβατώ — αεροβατούσα (μόνο στον ενεστ. και πρτ.), πλανιέμαι στον αέρα, στα σύννεφα, ονειροπολώ: Αυτός δεν πατά στο χώμα, αεροβατεί …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀεροβατῶ — ἀεροβατέω depths of air pres subj act 1st sg (attic epic doric) ἀεροβατέω depths of air pres ind act 1st sg (attic epic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αεροβαίνω — αεροβατώ* (λ. αδόκιμη, πλασμένη από τον Αλέξανδρο Σούτσο) …   Dictionary of Greek

  • άστρο — και άστρι και αστρί, το (AM ἄστρον) 1. το αστέρι 2. ο έξοχος, ο υπέροχος («αυτός είναι άστρο», «Ἀκροκόρινθον Ἑλλάδος ἄστρον») νεοελλ. 1. ο αστερισμός, το ζώδιο κάθε ανθρώπου («γεννήθηκε σε καλό άστρο») 2. α) «άστρο της ημέρας» ο ήλιος β) «άστρο… …   Dictionary of Greek

  • αεροβάτης — ο (Α ἀεροβάτης) αυτός που βαδίζει, που πετά στον αέρα (στα Νεοελληνικά με μτφ. σημασία) αυτός που έχει χάσει την αίσθηση της πραγματικότητας, που πετά στα σύννεφα, φαντασιόπληκτος, ονειροπαρμένος, ονειροπόλος. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀήρ + βάτης < θ. βᾰ …   Dictionary of Greek

  • αιθεροβατώ — αἰθεροβατῶ ( έω) (Α) [aἰθεροβάτης] αεροβατώ* (Λουκ. Φιλοψ. 25) …   Dictionary of Greek

  • αιθεροπλοώ — ( έω) [αιθεροπλόος] πλέω στους αιθέρες, αεροβατώ …   Dictionary of Greek

  • κενεμβατώ — (Α κενεμβατῶ, έω) (για χειρουργικά εργαλεία) εισδύω σε κοιλότητα και κινούμαι στο κενό αρχ. 1. γλιστρώ, πέφτω πατώντας κατά λάθος στο κενό, σε κοίλωμα ή τρύπα («ἀλλ ὀλίσθημα ποιεῑ καθάπερ κενεμβατοῡσιν», Πλούτ.) 2. μτφ. α) μιλώ χωρίς να σκέπτομαι …   Dictionary of Greek

  • μετεωροπορώ — μετεωροπορῶ, έω (ΑΜ) [μετεωροπόρος] περπατώ στα ύψη, στον αέρα, αεροβατώ αρχ. ανυψώνομαι από το έδαφος και κρατιέμαι μετέωρος στον αέρα …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»