Перевод: со всех языков на греческий

с греческого на все языки

αδρός

  • 1 резкий

    1. (действующий, проявляющийся с большой силой) οξύς, δυνατός, ισχυρός 2. (слишком яркий, чересчур сильный) έντονος 3. (грубо очерченный, чётко обозначенный) αδρός 4. (внезапный и очень значительный) απότομος 5. (порывистый, быстрый) απότομος, σφοδρός 6. (грубый, дерзкий) αυθάδης, θρασύς.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > резкий

  • 2 шероховатый

    ρικνός
    τραχύς
    αδρός

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > шероховатый

  • 3 резкий

    резк||ий
    прил
    1. (острый, пронизывающий) ὁξύς, διαπεραστικός, δριμύς/ δυνατός, σφοδρός (сильный)· \резкий ветер ὁ σφοδρός ἀνεμος· \резкий холод τό δριμύ (или τό διαπεραστικόΜ) κρύο·
    2. (внезапный, значительный) ἀπότομος:
    \резкийое повышение температуры ἡ ἀπότομη ἀνοδος τής θερμοκρασίας·
    3. (неприятно действующий) δριμύς, βαρύς:
    \резкий запах ἡ βαρειά μυρωδ-ύ· \резкий голос ἡ διαπεραστική φωνή· \резкийие тона (цвета) τά χτυπητά χρώματα·
    4. (грубо очерченный) ἀδρός, ἐντονος:
    \резкийие черты липа τά ἐντονα χαρακτηριστικά τοῦ προσώπου·
    5. (прямой, дерзкий) τραχύ.:, δριμύς, ἀπότομος:
    \резкий отпет ἡ ἀπότομη ἀπάντηση· \резкийие возражения οἱ ἐντονες ἀντιρρήσεις· \резкийая критика ἡ δριμεΤα κριτική· \резкий человек ὁ ἀπότομος ἀνθρο>πος.

    Русско-новогреческий словарь > резкий

  • 4 rough

    1. adjective
    1) (not smooth: Her skin felt rough.) τραχύς, άγριος, αδρός
    2) (uneven: a rough path.) ανώμαλος
    3) (harsh; unpleasant: a rough voice; She's had a rough time since her husband died.) δύσκολος, ζόρικος
    4) (noisy and violent: rough behaviour.) απότομος, άξεστος
    5) (stormy: The sea was rough; rough weather.) ταραγμένος, άγριος
    6) (not complete or exact; approximate: a rough drawing; a rough idea/estimate.) πρόχειρος, χονδρικός, κατά προσέγγιση
    2. noun
    1) (a violent bully: a gang of roughs.) τραμπούκος
    2) (uneven or uncultivated ground on a golf course: I lost my ball in the rough.) ανώμαλη περιοχή γηπέδου γκολφ
    - roughness
    - roughage
    - roughen
    - rough diamond
    - rough-and-ready
    - rough-and-tumble
    - rough it
    - rough out

    English-Greek dictionary > rough

  • 5 rugged

    1) (rocky; uneven: rugged mountains.) τραχύς, ανώμαλος, απότομος
    2) (strong; tough: a rugged character; He had rugged good looks; He is tall and rugged.) τραχύς, αδρός
    - ruggedness

    English-Greek dictionary > rugged

  • 6 грубый

    επ., βρ: груб, -а, -о.
    1. τραχύς, άγριος, αδρός, χοντροειδής, χοντροφτιαγμένσς•

    -ая мебель χοντροειδές έπιπλο•

    -ая работа χοντροδουλειά•

    -ые черты лица τα αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•

    -ая кожа τραχύ δέρμα, τραχεία επιδερμίδα.

    2. τραχύς, άγαρμπος•

    грубый голос άγαρμπη φωνή.

    3. ανάγωγος, αγενής, αγροίκος•

    грубый человек αγροίκος άνθρωπος•

    -ое обращение ανάγωγη συμπεριφορά.

    4. μεγάλος, χοντρός•

    -ая ошибка χοντρό λάθος•

    -ое нарушение дисциплины μεγάλη παραβίαση της πειθαρχίας•

    -ая ложь χοντρό ψέμα.

    Большой русско-греческий словарь > грубый

  • 7 жёсткий

    επ., βρ: -ток, -тка, -тко.
    1. σκληρός• τραχύς•

    жёсткий матрац σκληρό στρώμα•

    -ие волосы σκληρά μαλλιά.

    || αλύγιστος,άκαμπτος. || στιφός. || δυσμάσητος (για κρέας).
    2. μτφ. αδρός, τραχύς• πικρός φαρμακερός•

    -ие черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου•

    жёсткий характер σκληρός χαρακτήρας•

    -ие слова φαρμακερά λόγια.

    || δυνατός, σφοδρός•

    жёсткий мороз δριμύ ψύχος•

    жёсткий ветер σφοδρός άνεμος.

    || κακόηχος, κακόφωνος.
    3. αυστηρός, απαρέγκλιτος•

    жёсткий график αυστηρό πρόγραμμα εργασίας•

    жёсткий срок αμετάκλητη (ανέκλητη) προθεσμία•

    -ие меры σκληρά μέτρα•

    -ая позиция έμμονη (ανένδοτη) θέση.

    εκφρ.
    жёсткий вагон – βαγόνι τρίτης θέσης•
    - ая вода – γλυφό νερό.

    Большой русско-греческий словарь > жёсткий

  • 8 определённый

    επ. από μτχ.
    1. ορισμένος, καθορισμένος•

    встртиься в определённый час συναντιέμαι στην καθορισμένη ώρα.

    2. αδρός, ζωηρός (για χαρακτηριστικά προσώπου).
    3. σαφής, ξεκάθαρος, ευκρινής•

    он не дал -ого ответа αυτός δεν απάντησε ξεκάθαρα.

    4. ορισμένος κάποιος•

    в -ых условиях σε ορισμένες συνθήκες•

    в -ых случаях σε ορισμένες περιπτώσεις•

    это определённый успех αυτό είναι κάποια επιτυχία.

    5. φανερός, ολοφάνερος, οφθαλμοφανής, εξόφθαλμος. || αναμφίβολος, αναμφισβήτητος.
    εκφρ.
    определённый член – (γραμμ.) το οριστικό άρθρο (ο, η, το).

    Большой русско-греческий словарь > определённый

  • 9 резкий

    επ., βρ: -зок, -зка, -зко; резче.
    1. οξύς, δριμύς• διαπεραστικός, σφοδρός• δυνατός, ισχυρός•

    резкий холод όριμύ ψύχος, τσουχτερό κρύο•

    резкий ветер σφοδρός άνεμος•

    -ая боль δυνατός πόνος•

    резкий свет δυνατό (χτυπητό) φως•

    резкий залах δριμεία οσμή•

    резкий голос διαπεραστική φωνή.

    2. αδρός, ζωηρός• χαρακτηριστικός, ευδιάκριτος•

    -ие черты лица αδρά χαρακτηριστικά του προσώπου.

    3. αιφνίδιος• απότομος•

    -ое изменение погоды απότομη αλλαγή του καιρού•

    -ое повышение температуры απότομη άνοδος της θερμοκρασίας•

    -ое повышение цен απότομη άνοδος των τιμών•

    -ие движения рук απότομες κινήσεις των χεριών (απότομες χειρονομίες).

    4. μτφ. αυστηρός, τσουχτερός, δρ ι-μύς•

    -ая критика αυστηρή κριτική, μαστίγωμα, καυτηρίαση.

    || αυθάδης, θρασύς•

    резкий ответ απότομη, θρασεία απάντηση•

    -ие слова βωμολοχίες, αισχρόλογα.

    Большой русско-греческий словарь > резкий

  • 10 тяжёлый

    επ., βρ: -жл, -жела, -жело.
    1. βαρύς•

    тяжёлый камень βαριά πέτρα•

    тяжёлый металл βαρύ μέταλλο.

    || μεγάλος•

    -ые капли μεγάλες σταγόνες.

    || χοντρός•

    -ое платье βαρύ ένδυμα.

    || πυκνός•

    -ые тучи βαριά σύννεφα.

    || δύσπεπτος•

    -ая еда βαρύ φαγητό.

    2. (απλ.) έγκυος.
    3. βαρύσωμος. || αδρός• χοντρός, ευμεγάθης (για πρόσωπο, μέλη του σώματος).
    4. ηχηρός•

    -ые шаги прохожего τα βαριά βήματα του διαβάτη•

    -ая походка βαρύ βάδισμα.

    || άγαρμπος, άκομψος• χοντρός, χοντροκομμένος.
    5. δύσκολος, δυσχερής, χαλεπός, ζόρικος•

    -ая работа βαριά δουλειά•

    -ые роды δύσκολος τοκετός•

    тяжёлый год δύσκολος χρόνος•

    -ая жизнь η δύσκολη ζωή•

    -ая дорога δύσκολος δρόμος•

    тяжёлый подъм μεγάλος ανήφορος•

    -ое дыхание δύσκολη αναπνοή•

    -ые условия δύσκολες συνθήκες.

    || δύστροπος, με βαρύ χαρακτήρα•

    тяжёлый ученик δύστροπος μαθητής.

    || μεγάλος• δυνατός, ισχυρός, γερός•

    -ые налоги βαριοί φόροι•

    сон βαρύς ύπνος•

    тяжёлый удар γερό χτύπημα•

    -ое горе μεγάλη στενοχώρια•

    тяжёлый вздох βαρύς αναστεναγμός• —ая вина μεγάλο σφάλμα.

    || αυστηρός• σκληρός•

    -ое наказание βαριά ποινή (τιμωρία).

    || σοβαρός, επικίνδυνος•

    -ая форма дифтерии βαριά μορφή διφθερίτιδας•

    -ое ранение σοβαρό τραυμάτισμα (τραύμα).

    6. καταθλιπτικός, επαχθής, καταπιεστικός• θλιβερός• σκοτεινός• δυσάρεστος•

    -ое предчувствие δυσάρεστη προαίσθηση•

    -ые мысли σκοτεινές σκέψεις•

    -ое известие θλιβερή είδηση.

    || σκυθρωπός, κατηφής• θλιμμένος, μελαγχολικός (για βλέμμα, φωνή). || απεχθής, δυσάρεστος•, тяжёлый запах άσχημη μυρουδιά.
    8. ογκώδης•

    -ые танки βαριά άρματα μάχης•

    -ая артиллерия το βαρύ πυροβολικό.

    εκφρ.
    - ая артиллерия – άνθρωπος πάρα πολύ δυσκίνητος•
    тяжёлый вес ή тяжёлыйые весовые категории – κατηγορία αθλητών βαρέων βαρών•
    - ая голова – βαρύ κεφάλι (ελαφρός πονοκέφαλος)•
    тяжёлый день – βαριά μέρα (εντατικής εργασίας ή αποτυχίας)•
    -ая промышленность ή индустрия – βαριά βιομηχανία•
    - ая рука – βαρύχέρι (που χτυπά δυνατά ή που δεν είναι τυχερό)•
    тяжёлый ум – αμβλύνοια, ελαφρόνοια•
    - ые фигуры – η βασίλισσα και ο πύργος του σκακιού•
    тяжёлый на ногу – δύσκαμπτος στο βάδισμα•
    тяжёлый на подъм – α) ασήκωτος από τη θέση του (πολύ αραιά μετακινούμενος ή εξερχόμενος από το σπίτι του), β) νωθρός, οκνηρός, νωχελής•
    с -ым сердцем – με βαριά καρδιά, βαρυκάρδιος, βαρύθυμος.

    Большой русско-греческий словарь > тяжёлый

  • 11 net

    καθαρός, αδρός, ευκρινής

    Türkçe-Yunanca Sözlük > net

  • 12 profuse

    1) αδρός
    2) αφειδής

    English-Greek new dictionary > profuse

См. также в других словарях:

  • ἁδρός — thick masc nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδρός — ή, ό (Α ἁδρός, ά, όν και ός, όν) 1. (κυρίως για καρπούς) μεστός, γεμάτος 2. παχύς, πυκνός 3. ογκώδης 4. έντονος, τραχύς, ισχυρός, σκληρός 5. μεγάλος, πολύς, άφθονος, πλούσιος αρχ. 1. βίαιος 2. (για πρόσωπα) ωραίος, σωματώδης 3. (για αβγά) αυτό… …   Dictionary of Greek

  • αδρός — ή, ό επίρρ. ά 1. χοντρός, πυκνός: Ο φίλος σου έχει αδρά χαρακτηριστικά. 2. άφθονος, πολύς: Πήρε μια αδρή αμοιβή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἁδρά — ἁδρός thick neut nom/voc/acc pl ἁδρά̱ , ἁδρός thick fem nom/voc/acc dual ἁδρά̱ , ἁδρός thick fem nom/voc sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδρότερον — ἁδρός thick adverbial comp ἁδρός thick masc acc comp sg ἁδρός thick neut nom/voc/acc comp sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδροτάτων — ἁδρός thick fem gen superl pl ἁδρός thick masc/neut gen superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδροτέραις — ἁδρός thick fem dat comp pl ἁδροτέρᾱͅς , ἁδρός thick fem dat comp pl (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδροτέρων — ἁδρός thick fem gen comp pl ἁδρός thick masc/neut gen comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδροτέρως — ἁδρός thick adverbial comp ἁδρός thick masc acc comp pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδρόν — ἁδρός thick masc acc sg ἁδρός thick neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἁδρότατα — ἁδρός thick adverbial superl ἁδρός thick neut nom/voc/acc superl pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»