Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αδρανώ

См. также в других словарях:

  • αδρανώ — αδρανώ, αδράνησα βλ. πίν. 73 …   Τα ρήματα της νέας ελληνικής

  • αδρανώ — (Α ἀδρανῶ, έω) [ἀδρανής] είμαι αδρανής, νωθρός, απρακτώ αρχ. είμαι ασθενικός, αδύναμος …   Dictionary of Greek

  • αδρανώ — αδράνησα, απρακτώ, ακινητώ, δεν είμαι δραστήριος: Ο ίδιος αδρανούσε κι όλα τα περίμενε από τους άλλους …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ατονιάρω — αδρανώ, μένω άπραχτος …   Dictionary of Greek

  • μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… …   Dictionary of Greek

  • αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… …   Dictionary of Greek

  • αδρανής — ές (Α ἀδρανής) ο μη δραστήριος, οκνός, νωθρός νεοελλ. ακίνητος αρχ. 1. αδύναμος, ασθενικός 2. (για τον σίδηρο) αυτός που έχει χάσει τη δύναμή του, ο άχρηστος 3. ανύπαρκτος, φανταστικός, πλασματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δραίνω. ΠΑΡ. ἀδράνεια …   Dictionary of Greek

  • αποκάθημαι — ἀποκάθημαι (AM) 1. κάθομαι χωριστά, μακριά 2. παραμένω αργός, αδρανώ 3. (το θηλ. της μτχ. ως ουσ.) ἡ ἀποκαθημένη η γυναίκα που έχει εμμηνόρροια …   Dictionary of Greek

  • απρακτώ — (AM ἀπρακτῶ, έω) 1. μένω αργός, αδρανώ 2. (για νόμο ή ιεροπραξία) δεν έχω ισχύ αρχ. μσν. 1. δεν φέρνω αποτέλεσμα 2. είμαι ακατάλληλος, ανεπιτήδειος …   Dictionary of Greek

  • διακλέπτω — (Α) 1. κλέβω κατά διάφορα χρονικά διαστήματα, κλέβω κάθε τόσο 2. συγκαλύπτω 3. αποτρέπω κάποιο κακό 4. (για διάστημα χρόνου) αδρανώ, απρακτώ 5. ( ομαι) (για στρατιώτες) διασκορπίζομαι, λιποτακτώ …   Dictionary of Greek

  • εξαργώ — ἐξαργῶ; έω (AM) [αργώ] (επιτ. τ. τού αργώ*) αδρανώ, αναπαύομαι («τῷ καθεύδοντι ἤ ἄλλως πως ἐξηργηκότι», Αριστοτ.) μσν. (μτβ.) 1. κάνω κάποιον να αργοπορήσει 2. σταματώ από κάτι 3. καθυστερώ από κάτι 4. παραλείπω κάτι 5. εξαφανίζω, εξαλείφω κάτι… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»