-
1 αδρανώ
[вдрано] р. медлить, бездействовать,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αδρανώ
-
2 бездействовать
-
3 простаивать
1. (находиться какое-л. время в положении стоя) στέκομαι όρθια 2. (быть где-л. какое-л. время) μένω, παραμένω 3. (быть какое-л. время в бездействии, не функционируя) αδρανώ 4. (оставаться без изменения в течение какого-л. времени) παραμένω ακίνητος/αδρανής.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > простаивать
-
4 бездействовать
бездействоватьнесов ἀδρανώ, ἀπρακτώ (о человеке)/ ἀργῶ (о машине, заводе). -
5 бездействовать
[μπιζντιέϊστβαβατ'] ρ. αδρανώ -
6 бездействовать
[μπιζντιέϊστβαβατ'] ρ αδρανώ -
7 бездействовать
-вую, -вуешь, ρ.δ.αδρανώ, ακινητώ, απρακτώ. -
8 забастовать
-тую, -туешьρ.σ.1. απεργώ, κάνω απεργία.2. παύω να κάνω κάτι, να ασχολούμαι• αδρανώ. -
9 закиснуть
-ну, -нешь, παρλθ. χρ. закис-ла, -лоρ.σ. ξυνίζω, γίνομαι ξυνός. || μτφ. αδρανώ, μουχλιάζω. -
10 прикол
-а α.πάσσαλος μεγάλος (για πρόσ-σδεση).εκφρ.на -е – δεμένος, προσδεμένος•стоять на -е – α) είμαι αραγμένος, στη δέστρα. β) ακινητώ, αδρανώ, μένω αργός, απρακτώ. -
11 простоять
-стою, -стоишь ρ.σ.1. στέκομαι ορθός•я -ял час в ожидании στάθηκα ορθός μια ώρα περιμένοντας.
2. παραμένω στη θέση•поезд -ял два часа το τρένο στάθηκε δυο ώρες.
3. αδρανώ, ακινητώ (για ένα χρον. διάστημα)•две машины -ли по технической неисправности δυο μηχανές δε δούλεψαν από βλάβη.
4. παραμένω. || υπάρχω, ζω, διατηρούμαι;•это дерево -ит ещё много лет αυτό το δέντρο θα ζήσει πολλά χρόνια ακόμα.
5. (απλ.) βλάπτω με την ορθοστασία•в зале -ли пол το πάτωμα της αίθουσας κάθισε από τους ορ-.. θοστεκούμενους.
См. также в других словарях:
αδρανώ — αδρανώ, αδράνησα βλ. πίν. 73 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αδρανώ — (Α ἀδρανῶ, έω) [ἀδρανής] είμαι αδρανής, νωθρός, απρακτώ αρχ. είμαι ασθενικός, αδύναμος … Dictionary of Greek
αδρανώ — αδράνησα, απρακτώ, ακινητώ, δεν είμαι δραστήριος: Ο ίδιος αδρανούσε κι όλα τα περίμενε από τους άλλους … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ατονιάρω — αδρανώ, μένω άπραχτος … Dictionary of Greek
μένω — (ΑM μένω, Α και μίμνω) 1. στέκομαι σταθερά στην ίδια θέση, παραμένω σε έναν τόπο (α. «μείνε εκεί που είσαι» β. «καὶ τὸ ἐν τῄ ἠπείρῳ στρατόπεδον τῶν Πελοποννησίων κατὰ χώραν ἔμενεν», Θουκ.) 2. διαμένω, παραμένω, διατρίβω, κατοικώ, έχω μόνιμη ή… … Dictionary of Greek
αίμα — Ρευστός ιστός του οποίου τα στερεά κυτταρικά στοιχεία αιωρούνται σε μια ροώδη μεσοκυττάρια ουσία, που ονομάζεται πλάσμα. Κυκλοφορεί σε ένα σύστημα αγγείων, το κυκλοφορικό σύστημα, και αντιπροσωπεύει για τα ανώτερα ζώα το μέσο με το οποίο… … Dictionary of Greek
αδρανής — ές (Α ἀδρανής) ο μη δραστήριος, οκνός, νωθρός νεοελλ. ακίνητος αρχ. 1. αδύναμος, ασθενικός 2. (για τον σίδηρο) αυτός που έχει χάσει τη δύναμή του, ο άχρηστος 3. ανύπαρκτος, φανταστικός, πλασματικός. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀ στερητ. + δραίνω. ΠΑΡ. ἀδράνεια … Dictionary of Greek
αποκάθημαι — ἀποκάθημαι (AM) 1. κάθομαι χωριστά, μακριά 2. παραμένω αργός, αδρανώ 3. (το θηλ. της μτχ. ως ουσ.) ἡ ἀποκαθημένη η γυναίκα που έχει εμμηνόρροια … Dictionary of Greek
απρακτώ — (AM ἀπρακτῶ, έω) 1. μένω αργός, αδρανώ 2. (για νόμο ή ιεροπραξία) δεν έχω ισχύ αρχ. μσν. 1. δεν φέρνω αποτέλεσμα 2. είμαι ακατάλληλος, ανεπιτήδειος … Dictionary of Greek
διακλέπτω — (Α) 1. κλέβω κατά διάφορα χρονικά διαστήματα, κλέβω κάθε τόσο 2. συγκαλύπτω 3. αποτρέπω κάποιο κακό 4. (για διάστημα χρόνου) αδρανώ, απρακτώ 5. ( ομαι) (για στρατιώτες) διασκορπίζομαι, λιποτακτώ … Dictionary of Greek
εξαργώ — ἐξαργῶ; έω (AM) [αργώ] (επιτ. τ. τού αργώ*) αδρανώ, αναπαύομαι («τῷ καθεύδοντι ἤ ἄλλως πως ἐξηργηκότι», Αριστοτ.) μσν. (μτβ.) 1. κάνω κάποιον να αργοπορήσει 2. σταματώ από κάτι 3. καθυστερώ από κάτι 4. παραλείπω κάτι 5. εξαφανίζω, εξαλείφω κάτι… … Dictionary of Greek