Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αδιόρθωτος

См. также в других словарях:

  • ἀδιόρθωτος — not corrected masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αδιόρθωτος — η, ο (Α ἀδιόρθωτος, ον) [διορθώνω, διορθῶ] 1. αυτός που δεν διορθώθηκε ή δεν μπορεί να διορθωθεί 2. ατακτοποίητος, άτακτος 3. ανεπανόρθωτος, αθεράπευτος, ανίατος νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αποβάλλει τα ελαττώματα του, ο ανεπίδεκτος… …   Dictionary of Greek

  • αδιόρθωτος — η, ο 1. αυτός που δε διορθώθηκε: Είχε αφήσει αδιόρθωτα πολλά λάθη. 2. αυτός που δε διορθώνεται, δε συνετίζεται: Μ όλα τα παθήματά του έμεινε αδιόρθωτος. 3. αταχτοποίητος, άφτιαχτος: Τον παρακάλεσε να μην αφήσει την κλειδαριά αδιόρθωτη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀδιορθώτως — ἀδιόρθωτος not corrected adverbial ἀδιόρθωτος not corrected masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιόρθωτον — ἀδιόρθωτος not corrected masc/fem acc sg ἀδιόρθωτος not corrected neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιορθώτοις — ἀδιόρθωτος not corrected masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιορθώτου — ἀδιόρθωτος not corrected masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιορθώτους — ἀδιόρθωτος not corrected masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιορθώτων — ἀδιόρθωτος not corrected masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιορθώτῳ — ἀδιόρθωτος not corrected masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀδιόρθωτα — ἀδιόρθωτος not corrected neut nom/voc/acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»