-
1 αδιόρθωτος
[адиортотос] εκ. неисправимый, непоправимый,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αδιόρθωτος
-
2 неисправимый
-
3 закоренелый
закорене||лыйприл ριζωμένος (о привычках и т. ἡ.)Ι ἀδιόρθωτος (о человеке):\закоренелый престу́пник ὁ ἀδιόρθωτος ἐγκληματίας. -
4 заядлый
заядлыйприл разг μανιώδης, ἀδιόρθωτος, φανατικός:\заядлый спорщик ὁ ἀδιόρθωτος καυγατζής· \заядлый игрок ὁ μανιώδης παίκτης. -
5 неисправимый
неисправи́м||ыйприл ἀδιόρθωτος, ἀθεράπευτος:\неисправимыйая лень ἀθεράπευτη τεμπελιά· \неисправимый характер ἀδιόρθωτος χαρακτήρας. -
6 отпетый
отпетый1. прич. от отпеть·2. прил /неисправимый) разг ἀδιόρθωτος:\отпетый дурак ὁ ἀδιόρθωτος βλάκας. -
7 отпетый
επ. από μτχ.πεθαμένος, νεκρός, μη υπάρχων πιά (ψαλμένος με νεκρώσιμη ακολουθία). || αδιόρθωτος• εμμανής, μανιώδης•лентяй αδιόρθωτος τεμπέλης•
отпетый пьяница αθεράπευτος μεθύστακας.
|| τολμηρός, παράτολμος, απόκοτος, ριψοκίνδυνος. -
8 горький
горьк||ийприл прям., перен πικρός/ т.к. перен μαύρος:\горький вкус ἡ πικρή γεύση, ἡ πικράδα· \горькийая участь ἡ μαύρη μοίρα1 \горькийая истина ἡ πικρή ἀλήθεια· \горькийие слезы τά πικρά δάκρυα· ◊ \горький пьяница ἀδιόρθωτος μεθύστακας. -
9 записной
записн||ой Iприл:\записнойая книжка τό μπλοκ, τό σημειωματάριο.записной IIприл разг (заядлый, завзятый) μανιώδης:\записной игрок ὁ μανιώδης παίκτης, ὁ χαρτοπαίκτης· \записной пьяница ὁ ἀδιόρθωτος μπεκρής. -
10 неисправимый
[νιισπραβίμυϊ] εκ. αδιόρθωτος αθεράπευτος -
11 неисправимый
[νιισπραβίμυϊ] εκ. αδιόρθωτος αθεράπευτος -
12 неисправимый
[νιισπραβίμυϊ] επ αδιόρθωτος αθεράπευτος -
13 неисправимый
[νιισπραβίμυϊ] επ αδιόρθωτος αθεράπευτος -
14 закоренелый
επ.ριζωμένος, θεμελιωμένος, παλαιός•закоренелый предрассудок ριζωμένη πρόληψη•
-ая болезнь παλιά αρρώστεια.
|| αδιόρθωτος, ασωφρόνιστος, ασυμμόρφωτος. -
15 закоренеть
ρ.σ. ριζώνω, θεμελιώνομαι,• παλιώνω, σκληραίνω•привычки -ли οι συνήθειες ρίζωσαν.
|| γίνομαι αδιόρθωτος, ασυμμόρφωτος. -
16 закоснелый
επ.παλαιός• ριζωμένος•-ая привычка παλαιά συνήθεια.
|| αδιόρθωτος, επίμονος, αμετατρεπτος, σκληρός. -
17 заматерелый
επ.1. ώριμος την ηλικία• ηλικιωμένος.2. παλιός, παλιωμένος. || αποστεωμένος, σκληρός• ριζωμένος, αδιόρθωτος. -
18 неисправимый
επ., βρ: -вим, -а, -оαδιόρθωτος, ανεπανόρθωτος αγιάτρευτος, αθεράπευτος. -
19 неисправный
επ., βρ: -вен, -вна, -вно.1. αδιόρθωτος, ανεπιδιόρθωτος• χαλασμένος•радиопримник αδιόρθωτο ραδιόφωνο.
|| ατακτοπο ίητος, ακατάστατος, ρέμπελος•-ое хозяйство ακατάστατο νοικοκυριό.
2. ασυνεπής•неисправный плательщик κακοπληρωτής.
-
20 непоправимый
επ., βρ: -вим, -а, -оανεπανόρθωτος, αδιόρθωτος, αθεράπευτος, αγιάτρευτος•-ая ошибка αδιόρθωτο λάθος•
-ое несчастье ανεπανόρθωτο κακό (δυστύχημα).
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀδιόρθωτος — not corrected masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιόρθωτος — η, ο (Α ἀδιόρθωτος, ον) [διορθώνω, διορθῶ] 1. αυτός που δεν διορθώθηκε ή δεν μπορεί να διορθωθεί 2. ατακτοποίητος, άτακτος 3. ανεπανόρθωτος, αθεράπευτος, ανίατος νεοελλ. 1. (για πρόσωπα) αυτός που δεν αποβάλλει τα ελαττώματα του, ο ανεπίδεκτος… … Dictionary of Greek
αδιόρθωτος — η, ο 1. αυτός που δε διορθώθηκε: Είχε αφήσει αδιόρθωτα πολλά λάθη. 2. αυτός που δε διορθώνεται, δε συνετίζεται: Μ όλα τα παθήματά του έμεινε αδιόρθωτος. 3. αταχτοποίητος, άφτιαχτος: Τον παρακάλεσε να μην αφήσει την κλειδαριά αδιόρθωτη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιορθώτως — ἀδιόρθωτος not corrected adverbial ἀδιόρθωτος not corrected masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιόρθωτον — ἀδιόρθωτος not corrected masc/fem acc sg ἀδιόρθωτος not corrected neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορθώτοις — ἀδιόρθωτος not corrected masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορθώτου — ἀδιόρθωτος not corrected masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορθώτους — ἀδιόρθωτος not corrected masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορθώτων — ἀδιόρθωτος not corrected masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιορθώτῳ — ἀδιόρθωτος not corrected masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιόρθωτα — ἀδιόρθωτος not corrected neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)