-
1 αδιάφθορος
[адьяфорос] εκ. неподкупный, не поддающийся порче.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αδιάφθορος
-
2 неиспорченный
επ. (κυρλξ. κ. μτφ.) αχάλαστος, αδιάφθαρτος, αδιάφθορος•-ые плоды αχάλαστοι καρποί•
неиспорченный человек μη διαφθαρμένος (αδιάφθορος) άνθρωπος.
-
3 неистребимый
неистреби́м||ыйприл ἀνεξολόθρεφτος, ἀδιάφθορος, ἀκατάστρεπτος, ἀκατάλυτος, ἀτελείωτος:\неистребимыйая ненависть τό ἀκατάλυτο μίσος. -
4 неподкупный
неподку́пн||ыйприл ἀδιάφθορος, ἀνεξαγόραστος, ἀδω-ροδόκητος, ἀδέκαστος:\неподкупныйый характер ὁ ἀδέκαστος χαρακτήρας. -
5 цельный
цельн||ыйприл1. (из одного куска, вещества) μονοκόμματος, ἀτόφιος, ἀκέραιος·2. перен ἀκέραιος, ἀδιάφθορος/ (о характере и т. п.) ὁλοκληρωμένος (законченный):\цельныйая натура ἀνθρωπος μέ ἀκέραιο χαρακτήρα· \цельныйое впечатление ὁλοκληρωμένη ἐντύπωση·3. (неразбавленный) ἀγνός, γνήσιος; \цельныйое молоко τό καθαρό γάλα -
6 девственный
επ., βρ: -вен, -венна, -венно.1. παρθενικός. || μτφ. παρθένος, αγνός, καθαρός, αδιάφθορος.2. άθιχτος μέχρι τώρα•-ые леса παρθένα δάση•
-ая почва παρθένο έδαφος.
εκφρ.- ая плева – παρθενικός υμένας. -
7 неразрушимый
επ., βρ: -шим, -а, -оακατά-στρεπτος, αδιάφθορος, άφθαρτος.
См. также в других словарях:
ἀδιάφθορος — not affected by decay masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αδιάφθορος — η, ο (Α ἀδιάφθορος, ον) 1. ο μη διεφθαρμένος, ο καθαρός, ο αγνός («αδιάφθορος χαρακτήρας») 2. αυτός που δεν είναι δυνατόν να διαφθαρεί 3. (για άρχοντες, δικαστές, υπαλλήλους κ.λπ.) αυτός που δεν παρασύρθηκε με δώρα, χρήματα και άλλα μέσα σε… … Dictionary of Greek
αδιάφθορος — η, ο αυτός που δε διαφθείρεται, αχάλαστος: Μέσα στη γενική φθορά αυτός έμεινε αδιάφθορος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀδιαφθορώτερον — ἀδιάφθορος not affected by decay masc acc comp sg ἀδιάφθορος not affected by decay neut nom/voc/acc comp sg ἀδιάφθορος not affected by decay adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφθορώτατα — ἀδιάφθορος not affected by decay adverbial superl ἀδιάφθορος not affected by decay neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφθόρως — ἀδιάφθορος not affected by decay adverbial ἀδιάφθορος not affected by decay masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιάφθορον — ἀδιάφθορος not affected by decay masc/fem acc sg ἀδιάφθορος not affected by decay neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφθορώτερος — ἀδιάφθορος not affected by decay masc nom comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφθόροις — ἀδιάφθορος not affected by decay masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφθόρου — ἀδιάφθορος not affected by decay masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀδιαφθόρους — ἀδιάφθορος not affected by decay masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)