-
1 αδελφοποίηση
[аделфопииси] ста. Θ. братание,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αδελφοποίηση
-
2 побратимство
η αδελφοσύνη, η αδελφοποίησηРусско-греческий словарь научных и технических терминов > побратимство
-
3 братание
-я ουδ.συναδέλφωση, αδέλφωμα. || αδελφοποίηση, -ποιία.
См. также в других словарях:
αδελφοποίηση — αδελφοποίηση, η και αδελφοποιία, η 1. η με θρησκευτική ή μη τελετή ένωση δύο ατόμων (που δεν είναι συγγενείς) σε πνευματικούς αδερφούς: Η αδελφοποιία είναι ένα πολύ παλιό έθιμο. 2. στενή (αδελφική) σύνδεση των δήμων δύο πόλεων που ανήκουν σε… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αδελφοποίηση — Το έθιμο της αδελφοποιίας είναι πανάρχαιο. Αναφέρεται ότι το είχαν οι Λυδοί, οι Σκύθες, οι Ρωμαίοι, οι Βυζαντινοί, οι Σέρβοι, οι Μαυροβούνιοι, οι Αλβανοί και οι Βούλγαροι, αλλά και οι λαοί της Πολυνησίας και της Αφρικής. Στη νεότερη Ελλάδα… … Dictionary of Greek
Μουσείο Ιστορίας και Τέχνης (Μεσολογγίου) — Το μουσείο και η πινακοθήκη φιλοξενούνται στο κτίριο που κατασκευάστηκε το 1937 και μέχρι πριν από μερικά χρόνια στέγαζε το Δημαρχείο της πόλης (πλατεία Μάρκου Μπότσαρη). Στην είσοδό του υπάρχουν οι προτομές των δύο από τους πέντε πρωθυπουργούς… … Dictionary of Greek
αδελφισμός — ο [αδελφίζω] αδελφοποίηση, αδέλφωμα … Dictionary of Greek
αδελφοποιτός — Πρόσωπο που συνδέεται με άλλο με την αδελφοποίηση. Λέγονται και σταυραδερφοί σταυραδέρφια, βλάμηδες και μπουραζέρηδες, μπράτιμοι και αρκαντάσηδες κλπ. Κατά την εποχή της δράσης της Φιλικής Εταιρείας, α. ονόμαζαν τα αγράμματα μέλη της, που… … Dictionary of Greek