-
1 αδελφικοασπάζομαι
μετ. обнимать, целовать по-братски
См. также в других словарях:
αδελφικοασπάζομαι — και αδερφικοασπάζομαι 1. φιλώ αδελφικά, γλυκοασπάζομαι 2. στην επιστολογραφία χρησιμοποιείται ως χαιρετισμός μεταξύ συγγενών ή φίλων. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφικά + ασπάζομαι] … Dictionary of Greek
αδελφικά — και αδερφικά επίρρ. όπως ταιριάζει σε αδέλφια, ως αδέλφια. [ΕΤΥΜΟΛ. < αδελφικός. ΣΥΝΘ. ἀδελφικοασπάζομαι] … Dictionary of Greek
ασπάζομαι — (AM ἀσπάζομαι) 1. φιλώ 2. χαιρετώ θερμά, αγκαλιάζω 3. (για γνώμες, απόψεις) αποδέχομαι, παραδέχομαι 4. τυπικός χαιρετισμός στο τέλος επιστολής («σε ασπάζομαι») μσν. νεοελλ. 1. φιλώ, προσκυνώ εικόνες, άγια λείψανα ή νεκρό 2. προσχωρώ, προσκολλώμαι … Dictionary of Greek