-
1 ἀδειάζω
-
2 αδειάζω
1. μετ.1) опорожнять; освобождать (место); 2) разряжать (ружьё); § άδειασε μας τη γωνιά! убирайся отсюда!; 2. αμετ. 1) опорожняться; освобождаться; пустеть; άδειασε η πλατεία απ· τον κόσμο площадь опустела; 2) иметь время, иметь досуг, быть свободным;δεν αδειάζω — я занят, я не могу
-
3 αδειάζω
-
4 αδειάζω
[ааьяэо] ρ освобождать. -
5 αδειάζω
boşaltmak, boş vakit bulmak -
6 αδειάζω
vider -
7 αδειάζω
opróżnić czas. -
8 αδειάζω
vyklidit -
9 αδειάζω
1) unload2) vacateΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αδειάζω
-
10 απαδετάζω
-
11 δουλειά
η1) работа (в разн. знач); труд; дело;παστρική δουλειά (тж. ирон.) — чистая работа;
έχω δουλειά — а) работать; — быть занятым; — б) у меня дела; — я занят;
είμαι χωρίς δουλειά — быть безработным;
πιάνω δουλειά — поступить на работу;
απολύω απ' την δουλειά — уволить с работы;
δεν αδειάζω από τη δουλειά — быть всегда занятым;
σκοτώνομαι μέρα νύχτα στη δουλειά — день и ночь маяться на работе;
δουλειά με το κομμάτι — сдельная работа, сдельщина;
ζω απ' τη δουλειά μου — жить своим трудом;
αρχίζω την δουλειά — взяться за работу;
καταπιάνομαι με τη δουλειά — приниматься за дело;
εΤμαι (είναι) πνιγμένος στήδουλειά — у меня (у него) дел по горло;
είμαι μάστορας στη δουλειά μου — быть мистером своего дела;
τί δουλειά κάνεις; — чем ты занимаешься?; — где ты работаешь?;
πήγε γιά δουλειά — он пошёл по делам;
τό έχει ( — или τό έκαμε) δουλειά του να... — он только и знает, что..., его основное занятие...;
τέλειωσε η δουλειά — а) дело сделано; — б) работа кончилась;
2) дела, состояние дел;πώς πάνε οι δουλειές; — как ваши дела?;
δεν πάει καλά η δουλει μου — дела мой идут плохо;
η δουλειά μου πάει κατά διαβόλου — дела идут скверно;
3) хлопоты, заботы, беспокойство;αυτός μού σκάρωσε μιά άσχημη δουλειά — он мне подложил свинью;
θα 'χουμε δουλειές με... — будет нам хлопот с...;
4) дело, предмет заботы;αυτό δεν είναι δουλειά σου — это не твоё дело;
κάμε ( — или κοίτα) την δουλειά σου — занимайся своим делом;
αυτό δεν κάνει γιά τη δουλειά αυτή — это не годится, не подходит для этой цели;
είναι δική μου δουλειά — это моё личное дело;
§ άνθρωπος της δουλειάς — а) деловой человек; — б) труженик, работяга;
λάσπη η δουλειά μας — наше дело дрянь;
δουλειές με φούντες — гиблое дело;
βρίσκομαι σε δουλειά — во всё вмешиваться;
εκαμε τη δουλειά του — он добился своего;
χειρωνακτική δουλειά — чёрная работа;
ωραία δουλει! — хорошенькое дело!;
τί δουλειά εχεις εδώ; — что тебе здесь нужно?;
η κάθε δουλειά θέλει το μάστορα της — посл, дело мастера боится
См. также в других словарях:
αδειάζω — αδειάζω, άδειασα βλ. πίν. 35 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αδειάζω — (Μ ἀδειάζω) έχω ελεύθερο χρόνο στη διάθεσή μου, ευκαιρώ νεοελλ. 1. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι, εκκενώνω 2. αδειάζω από το περιεχόμενό μου, εκκενώνομαι 3. ερημώνομαι 4. αφαιρώ το περιεχόμενο από κάτι μεταφέροντάς το αλλού 5. φρ. «άδειασέ μας… … Dictionary of Greek
αδειάζω — άδειασα, αδειάστηκα, αδειασμένος 1. μτβ., κενώνω, χύνω: Άδειασαν το σπίτι για να το ασπρίσουν. – Άδειασε το βαρέλι, γιατί γέμισε. 2. αμτβ., κενώνομαι, ερημώνομαι: Χτες το βράδυ άδειασαν οι δρόμοι. 3. ευκαιρώ: Δεν αδειάζω να ρθω να σε δω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ξεγεμίζω — αδειάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < στερ. ξ(ε) * + γεμίζω] … Dictionary of Greek
παρακενώ — όω, Α 1. αδειάζω κάτι από τα πλάγια, αδειάζω λίγο λίγο 2. μτφ. αποκαλύπτω, προδίδω κάποιον («φοβοῡμαι μήποτε παρακενώσῃς με τοῑς Χριστιανοῑς καὶ καύσωσί με», Διδασκ. Ιακ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + κενῶ «αδειάζω» (< κενός)] … Dictionary of Greek
αλαπάζω — ἀλαπάζω (Α) 1. αδειάζω, εξαντλώ 2. καταβάλλω, κατανικώ 3. εκπορθώ, λεηλατώ 4. (για πρόσωπα) εξουδετερώνω, φονεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. Η χρήση τύπων με ή χωρίς το ἀ δημιουργεί αβεβαιότητα ως προς την αρχική μορφή τής λέξης, κατά πόσον δηλ. το αρκτικό ἀ είναι … Dictionary of Greek
εκκενώνω — (AM ἐκκενῶ, όω Α και ἐκκεινῶ, όω) αδειάζω, εγκαταλείπω («εκκενώθη η αίθουσα, η δεξαμενή») νεοελλ. 1. (για στρατεύματα) αποχωρώ, αποσύρομαι («διατάχθηκαν να εκκενώσουν την Ήπειρο») 2. φρ. «εκκενώνω όπλο» α) πυροβολώ β) αφαιρώ τή γόμωσή του αρχ. 1 … Dictionary of Greek
ευκαιραίνω — (Μ εὐκαιραίνω) [εύκαιρος] εγκαταλείπω κάποιον τόπο αναχωρώντας, αδειάζω νεοελλ. 1. (γ πρόσ.) εὐκαιραίνει υπάρχει έλλειψη, λείπει κάτι 2. μέσ. ευκαιραίνομαι μένω άδειος, αδειάζω μσν. (για σπαθί) βγάζω από τη θήκη … Dictionary of Greek
κανάσσω — (Α) [καναχή] καταπίνω με θόρυβο, αδειάζω στον λάρυγγα ποτήρι με κρασί κάνοντας θόρυβο, αδειάζω … Dictionary of Greek
μετακενώνω — (ΑM μετακενῶ, όω) αδειάζω υγρό από ένα δοχείο σε άλλο, μεταγγίζω νεοελλ. μεταδίδω σε άλλο τόπο ή σε άλλα πρόσωπα ιδέες, μεθόδους, επιστήμες κ.λπ. μσν. αρχ. μτφ. διοχετεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + κενῶ «αδειάζω» (< κενός)] … Dictionary of Greek
προδιακενώ — όω, Α αδειάζω τελείως εκ τών προτέρων. [ΕΤΥΜΟΛ. < προ * + διά + κενῶ «αδειάζω»] … Dictionary of Greek