-
1 αγώγι
[агоги] ουσ. о плата погонщикуΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγώγι
-
2 воз
возм1. τό κάρρο[ν], τό ἀμάξι·2. (содержимое воза) τό ἀγώγι, τό φορτίο[ν]:\воз дров ἕνα ἀγώγι ξύλα, ἕνα κάρρο ξύλα· ◊ что с возу упало, то пропало посл. δτι ἔγινε ἐγινε. -
3 извоз
-а α. (προεπαν.) αγώγι (για τη μεταφορά ανθρώπων ή φορτίου με άλογα)•он занимается -ом αυτός κάνει τον αγωγιάτη•
держать г διατηρώ άλογα για αγώγι.
-
4 извоз
извозм τό ἀγῶγι, ἡ μεταφορά, ἡ με-τακόμιση [-ις]:заниматься \извозом δουλεύω ἀγωγιάτης, κάνω ἀγώγια. -
5 извозничать
ρ.δ. παλ. ασχολούμαι με το αγώγι, κάνω τον αγωγιάτη. -
6 наездить
-езжу, -ездишь, παθ. μτχ. παρλθ. наезженный, βρ: -жен, -а, -оρ.σ.μ.1. πηγαίνω, ταξιδεύω•на чахлом коне много не -дишь με παλιάλογο μακριά δε θα πας.
|| διανύω, διατρέχω, κάνω.2. κερδίζω, βγάζω με τη μεταφορά, με το αγώγι.3. ανοίγω, κάνω δρόμο (με συχνές διαδρομές), πατώ.4. συνηθίζω στο σαμάρωμα, στη ζεύξη, στην ιππασία.διανυω, διατρέχω μεγάλη απόσταση•наездить на велосипеде κάνω πολύ ποδηλασία, χορταίνω ποδηλασία.
-
7 наезживать
См. также в других словарях:
αγώγι — και αγώι, το (Α ἀγώγιον) μεταφορά πράγματος (με αγωγιάτη) νεοελλ. 1. η αμοιβή για τη μεταφορά αυτή (ο όρος μόνο για τη μεταφορά που γίνεται με ζώα ή με άμαξα στις άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ο όρος κόμιστρο και για τις θαλάσσειες μεταφορές… … Dictionary of Greek
χωριάτης — ο, ΝΜ, θηλ. χωριάτα και χωριάτισσα, Ν κάτοικος χωριού, χωρικός νεοελλ. 1. μτφ. άνθρωπος αγροίκος, απολίτιστος, άξεστος 2. παροιμ. φρ. α) «ο χωριάτης κι αν πλουτήνει, το τσαρούχι δεν τ αφήνει» δηλώνει ότι οι πολύχρονες συνήθειες δεν ξεχνιούνται… … Dictionary of Greek
αγωγιάζω — 1. δίνω, παρέχω υποζύγιο επ’ αμοιβή, μισθώνω 2. παίρνω ζώο με αγώγι, μισθώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αρχ. ουσ. ἀγώγιον κατά το ενοικιάζω. ΠΑΡ. αγώγιασμα, αγωγιαστήριο] … Dictionary of Greek
αγωγιάτης — Αυτός που παρέχει το υποζύγιό του ή το τροχοφόρο του για τη μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων και παίρνει χρήματα για αυτή τη δουλειά. Σήμερα ο όρος α. έχει αντικατασταθεί από τον όρο μεταφορέας, γιατί ανταποκρίνεται στα παλαιά μέσα μεταφοράς που… … Dictionary of Greek
αγωγός — Το υλικό σώμα που διευκολύνει τη ροή ενός ρευστού ή τη διοχέτευση ενέργειας (βλ. λ. αγωγιμότητα, ηλεκτρισμός, ρευστό, ροή, υδραυλική).α. αναρρόφησης.Στοιχείο της αντλίας (βλ. λ.).α. ηλεκτρικός.Το υλικό σώμα μέσα στο οποίο κινούνται τα ηλεκτρικά… … Dictionary of Greek
αγώγιον — ἀγώγιον, το (Α) [ἀγωγός] βλ. αγώγι … Dictionary of Greek
αγώι — το βλ. αγώγι … Dictionary of Greek
αλαλάι — ἀλαλάι, το (Μ) αλαλαγμός, θόρυβος. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀλαλάγιον, υποκορ. τού αρχ. ουσιαστ. ἀλαλαγή. Για τον σχηματισμό τής λ. ἀλαλάι πρβλ. και ἀγωγή > ἀγώγιον > ἀγώγι και ἀγώι, ἀλαγή > ἀλλάγιον > ἀλλάι, βασταγή > βαστάγιον > βαστάγι … Dictionary of Greek
κτηνομίσθιο — το (Μ κτηνομίσθιον) το μίσθωμα που καταβάλλεται από μισθωτή ζώου στον ιδιοκτήτη του, το αγώγι νεοελλ. το χωριστά συμφωνημένο ετήσιο μίσθωμα που πρέπει να καταβληθεί από τον μισθωτή αγροτικού κτήματος στον ιδιοκτήτη για τη χρησιμοποίηση ή… … Dictionary of Greek