-
1 αγύριστος
[агиристос] ас. пропавший, невозвращённый.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγύριστος
-
2 безвозвратный
безвозвратн||ыйприл1. (утраченный навсегда) περασμένος, χαμένος:\безвозвратныйая потеря ἡ ἀνεπανόρθωτη ἀπώλεια;2. (не подлежащий возврату) χωρίς ἐπιστροφή, ἀγύριστος, ἀνεπίστρεπτος:\безвозвратныйая ссуда δάνειο χωρίς ἐπιστροφή, δάνειο ἀνεπίστρεπτο. -
3 безвозвратный
επ., βρ: -тен, -тна, -тно.1. αγύριστος, χαμένος για πάντα•-ая потеря ανεπανόρθωτη απώλεια•
-ое прошедшее το αγύριστο παρελθόν.
2. ανεπίστρεπτος, χωρίς επιστροφή•-ая ссуда δάνειο χωρίς επιστροφή.
-
4 невозвратный
επ., βρ: -тен, -тна, -тноανεπίστρεπτος, αγύριστος• αμετάκλητος•-ое прошлое το αγύριστο παρελθόν•
-ые годы юности τα αγύριστα νεανικά χρόνια, τα αγύριστα νιάτα.
См. также в других словарях:
αγύριστος — η, ο 1. (για τόπο) αυτός που δεν μπορεί κανείς να τόν γυρίσει, να τόν περιδιαβεί, ο εκτεταμένος, ο απέραντος 2. αυτός που δεν γύρισε, δεν επέστρεψε, δεν επανήλθε 3. αυτός που δεν επιστρέφεται ή δεν έχει επιστραφεί, ο ανεπίστρεπτος 4. αυτός που… … Dictionary of Greek
αγύριστος — η, ο 1. εκείνος από τον οποίο δεν πέρασε ή δεν μπορεί κανείς να περάσει: Από την Ελλάδα έχω αγύριστη την Κρήτη. 2. αυτός που δε θα επιστραφεί: Δανεικά κι αγύριστα. 3. εκείνος που δεν αλλάζει γνώμη, ο ισχυρογνώμονας: Αυτός είναι κεφάλι αγύριστο. 4 … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγυριστιά — η [αγύριστος] 1. η μη επάνοδος (στο σπίτι, στην πατρίδα κ.α.) 2. τόπος από τον οποίο δεν επιστρέφει κανείς, ο αγύριστος … Dictionary of Greek
αδίαυλος — ἀδίαυλος, ον (Α) [δίαυλος] ο χωρίς δρόμο γυρισμού με ειδικότερη χρήση για τον Άδη, ο «αγύριστος» … Dictionary of Greek
αμεταστρεφής — ἀμεταστρεφής, ές (Μ) [μεταστρέφω] (για τόπο) αυτός που δεν παρέχει δυνατότητα επιστροφής, ο χωρίς επιστροφή, αγύριστος … Dictionary of Greek
ανανταπόδοτος — η, ο (Μ ἀνανταπόδοτος, ον) [ἀνταποδίδω] το ουδ. ως ουσ. το ανανταπόδοτο(ν) σχήμα λόγου, κατά το οποίο παραλείπεται ως ευνόητη η απόδοση υποθετικού λόγου, σχήματα λογού νεοελλ. αυτός που δεν ανταποδόθηκε, αναπόδοτος, ανεπίστρεπτος, αγύριστος … Dictionary of Greek
ανεγύριγος — η, ο (κ. ανεγύριστος) [γυρίζω] 1. αγύριστος, χωρίς επιστροφή 2. φρ. «δρόμος ανεγύριγος» ο θάνατος … Dictionary of Greek