-
1 αγωγιάτης
[агогиатис] ουσ. а. погонщикΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγωγιάτης
-
2 возчик
возчикм ὁ καρραγωγέας, ὁ ἀγωγιάτης, ὁ καρροτσέρης. -
3 извоз
извозм τό ἀγῶγι, ἡ μεταφορά, ἡ με-τακόμιση [-ις]:заниматься \извозом δουλεύω ἀγωγιάτης, κάνω ἀγώγια. -
4 погонщик
погонщикм ὁ ἀγωγιάτης / ὁ ζευγολάτης (волов) I ὁ καμηλατης; ὁ Καμηλιέρης, ὁ καμηλοδηγός (верблюдов) / ὁ ήμιονηγός, ὁ ήμιονηλάτης (мулов) / ὁ ὀνηγός, ὁ ὀνη-λάτης (ослов). -
5 возчик
-а α.αγωγιάτης. -
6 погонщик
-а α.ζωηλάτης•погонщик коз γιδάρης•
погонщик коров γελαδάρης•
погонщик мулов (ή лошаков) ημιονηγός, ημιονηλάτης, μουλαράς• αγωγιάτης•
погонщик слонов ελαφαντηλάτης•
погонщик волов βουηλάτης, βουκόλος•
погонщик ослов ονηλάτης, ονηγός•
погонщик верблюдов καμηλάτης, καμηλιέρης, καμηλοδηγός.
См. также в других словарях:
αγωγιάτης — αγωγιάτης, ο θηλ. ισσα αυτός που με αμοιβή, με ζώο ή αμάξι, μεταφέρει πρόσωπα ή πράγματα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγωγιάτης — Αυτός που παρέχει το υποζύγιό του ή το τροχοφόρο του για τη μεταφορά ανθρώπων ή αντικειμένων και παίρνει χρήματα για αυτή τη δουλειά. Σήμερα ο όρος α. έχει αντικατασταθεί από τον όρο μεταφορέας, γιατί ανταποκρίνεται στα παλαιά μέσα μεταφοράς που… … Dictionary of Greek
αγωγιάτικος — η, ο [αγωγιάτης] 1. αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον αγωγιάτη 2. (ο πληθ. ουδ. ως ουσ.) τα «αγωγιάτικα» αμοιβή τού αγωγιάτη για μεταφορά, τα μεταφορικά … Dictionary of Greek
αγώγι — και αγώι, το (Α ἀγώγιον) μεταφορά πράγματος (με αγωγιάτη) νεοελλ. 1. η αμοιβή για τη μεταφορά αυτή (ο όρος μόνο για τη μεταφορά που γίνεται με ζώα ή με άμαξα στις άλλες περιπτώσεις χρησιμοποιείται ο όρος κόμιστρο και για τις θαλάσσειες μεταφορές… … Dictionary of Greek
βορδωνάρης — και βουρδωνάρης, ο (AM βουρδωνάριος) [βόρδων] ημιονηγός, αγωγιάτης … Dictionary of Greek
Χατζηαποστόλου, Νικόλαος — (1884 – 1941). Μουσικοσυνθέτης. Προικισμένος με μεγάλο ταλέντο μουσικού και ωραία φωνή βαθύφωνου, σπούδασε περισσότερα από 8 χρόνια στο Ωδείο Λότνερ. Στη συνέχεια πρωτοστάτησε στην ίδρυση του Γ’ Ελληνικού Μελοδράματος, πήρε μέρος στις περιοδείες… … Dictionary of Greek
γαϊδουρολάτης — ο ο αγωγιάτης που οδηγεί γάιδαρο: Άλλα λογιάζει ο γάιδαρος κιάλλα ο γαϊδουρολάτης (παροιμ., άλλα περιμένει κάποιος και άλλα συμβαίνουν) … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)