-
1 αγρότης
[агротис] ουσ. α крестьянин.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγρότης
-
2 крестьянин
крестьян||инм ὁ ἀγρότης, ὁ χωριάτης, ὁ χωρικός:зажиточный \крестьянин ὁ εὔπορος ἀγρότης· безземельный \крестьянин ὁ ἀκτήμονας ἀγρότης. -
3 земледелец
-
4 крестьянин
крестьянин м о αγρότης, ο χωριάτης· - ка ж η αγρότισσα, η χωριάτισσα* * *м; ж - крестьянкаο αγρότης, ο χωριάτης -
5 бедняк
бедн||якм1. ὁ φτωχός, ὁ πτωχός, ὁ πένης;2. (о крестьянине) ὁ φτωχός (πτωχός) ἀγρότης. -
6 земледелец
земледел||ецм ὁ γεωργός, ὁ ἀγρότης, ὁ καλλιεργητής. -
7 кулак
кула||км1. ἡ πυγμή, ἡ γροθιά, ὁ γρό(ν)θος:грозить \кулакком ἀπειλώ μέ τή γροθιά·2. тех. τό δόντι τροχοῦ μηχανής'3. (богатый крестьянин) ὁ κουλάκος, ὁ πλούσιος ἀγρότης. -
8 мужик
мужи||км1. (крестьянин) уст. ὁ μουζίκος, ὁ χωρικός, ὁ ἀγρότης·2. (мужчина) разг ὁ ἄνδρας:дельный \мужик Ικανός ἀνθρωπος. -
9 середняк
середня||км ὁ μεσαίος ἀγρότης. -
10 крестьянин
[κριστ'γιάνιν] ουσ. α. αγρότης -
11 крестьянин
[κριστ'γιάνιν] ουσ α αγρότης -
12 единоличник
-а α., -ца, -не.1. μονονοικοκύρης αγρότης (σε αντίθεση με τον κολχόζνικο).2. ατομικιστής, ατομιστής. -
13 земледелец
-льда α. αγρότης, γεωργός, καλλιεργητής. -
14 крестьянин
-а, πλθ. -йне, -ин α.-ка, -и θ.αγρότης, -ισσα, χωρικός, -ή.φοροτελής χωρικός. -
15 кулак
кулак 1-а α.1. γροθιά, γρόθος, πυγμή•сжать кулак σφίγγω τη γροθιά•
грозить -ом φοβερίζω με τη γροθιά.
2. μτφ. στρατεύματα κρούσης.3. (τεχ.) δίσκος. || δόντι τροχού.εκφρ.отведать кулаков – γνωρίζω (δοκιμάζω) τι θα πει γροθιές•зажать в кулак – καθυποτάσσω κάποιον•не жалеть -ов – γροθοκοπίζω αλύπητα•принять в -и – (απλ.) γροθοκοπώ•смеяться в кулак – κρυφογελώ (καλύπτοντας το στόμα με μισοανοιγμένη τη γροθιά)•собрать в кулак – ενώνω σφιχτά, αδιάρρηχτα•держать в -е кого – κρατώ σε υποταγή κάποιον.кулак 2-а α.1. κουλάκος, π\ούσιος αγρότης και εκμεταλλευτής.2. βλ. стяжатель. -
16 мужик
-а α.1. (παλ. κ. διαλκ.) μουζίκος, χωρικός, αγρότης. || (παλ. υ βρ:) αγροίκος. αμόρφωτος.2. (απλ.) άνθρωπος, άντρας•умный мужик έξυπνος άνθρωπος.
|| ενήλικος παντρεμένος.3. σύζυγος, άντρας. -
17 незаможный
επ. παλ. φτωχός•-крестьянин φτωχός αγρότης•
-ое хозяйство φτωχονοι-κοκυριό.
-
18 общинник
-а α.αγρότης μέλος της κοινότητας. -
19 отходник
-а α. παλ.αγρότης που φεύγει για ανεύρεση εργασίας (κατά τη συγκομιδή). -
20 пейзан
-а, πλθ. -аны, -ов κ. пейзанин-а πλθ. -ане, -ан α. ειρν. αγρότης.
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἀγρότης — countryman masc nom sg ἀγρότης countryman fem nom/voc pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρότῃς — ἀγρότης countryman masc dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρότης — I Ο καλλιεργητής της γής, ο γεωργός· με ευρύτερη έννοια, ο κάτοικος της υπαίθρου.Η μορφή του α. διαγράφεται καθαρά από τους πρώτους ιστορικούς χρόνους. Διαφέρει από τη μορφή του κατοίκου των αστικών κέντρων και εμφανίζει ιδιαίτερα κοινωνικά… … Dictionary of Greek
αγρότης — ο θηλ. αγρότισσα αυτός που ζει στους αγρούς και ασχολείται μ αυτούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγρόται — ἀγρότης countryman masc nom/voc pl ἀγρότᾱͅ , ἀγρότης countryman masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρότη — ἀγρότης countryman masc voc sg ἀγρότης countryman fem nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρότῃ — ἀγρότης countryman masc dat sg (attic epic ionic) ἀγρότηι , ἀγρότης countryman fem dat sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγροτῶν — ἀγρότης countryman masc gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρωστᾶν — ἀγρότης countryman masc gen pl (doric aeolic) ἀγρώστης wild masc gen pl (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρῶσται — ἀγρότης countryman masc nom/voc pl ἀγρώστης wild masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρόταις — ἀγρότης countryman masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)