-
1 αγρός
[агрос] ουσ. α поле, сельская местность,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγρός
-
2 поле
1. (физ., мат.) το πεδίοсоздавать (магнитное электрическое) - δημιουργώ (μαγνητικό, ηλεκτρικό) -лётное - πτήσεων, το αεροδρόμιοсиловое - δυνάμεων, δυναμικό -2. (безлесная равнина) η πεδιάδα 3. (возделанный под посев участок земли) το χωράφι, ο αγρός 4 (обширное пространство чего-л.) το πεδίοτο γήπεδο5. (область, сфера чего-л.) το πεδίο 6. (в книге, тетради, рукописи и т.п.) το περιθώριο.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поле
-
3 клин
клинм1. ἡ σφήνα, ὁ σφήν2. (материи) τό κομμάτι·3. с.-х. ὁ ἀγρός, τό χωράφι· ◊ \клин \клином вышибают πάσσαλος πασσάλω ἐκκρούεται. -
4 нива
ниваж1. ὁ ἀγρός, ὁ κάμπος, τό χωράφι·2. перен (поле деятельности) τό πεδίον, ὁ τομεύς. -
5 новь
новьж с.-х. ἡ χέρσα γή, ὁ χέρσος ἀγρός:поднимать \новь ξεχερσὠνω χωράφι, ἐκχερσῶ ἀγρόν. -
6 полв
пол||вс1. (земля) τό χωράφι, ὁ ἀγρός:залежное \полв τό χέρσο χωράφι· пахотное \полв τό καλλιεργήσιμο χωράφι· хлопковые \полвя οἱ βαμβακοφυτείες·2. (участок) τό πεδίο[ν], τό γήπεδο[ν]:\полв боя τό πεδίο τής μάχης· футбольное \полв γήπεδο ποδοσφαίρου, τό ποδοσφαιρικό γήπεδο· летное \полв τό πεδίον ἀεροπορικών πτήσεων минное \полв τό ναρκοπέδιον3. (фон) τό φόντο·4. (книги, тетради и т. п.) τό περιθώριο[ν]:заметки на \полвях οἱ σημειώσεις στό περιθώριο σελίδας· 5.:\полвя мн. (шляпы) ὁ γῦρος, τό μπορ·6. физ. τό πεδίον:электромагнитное \полв τό ήλεκ-τρομαγνητικόν πεδίον ◊ \полв деятельности τό πεδίο δράσεως, ἡ σφαίρα δράσης· \полв зрения τό ὁπτικό πεδίο· одного́ \полвя ягода презр. ἀνθρωποι τοῦ Ιδίου φυράματος, ἀνθρωποι τής ίδιας πάστας. -
7 полоса
полосаж1. (черта) ἡ γραμμή·2. (узкий кусок) ἡ λουρίδα, ἡ λωρίς, ἡ ταινία (материи, бумаги) / ἡ λάμα (железа и т. п.)·3. (область) ἡ ζώνη:средняя \полоса ἡ μέση ζώνη· пограничная \полоса ἡ παραμε· θώριος ζώνη· \полоса огия воен. ἡ ζώνη πυρός·4. с.-х. τό χωράφι, ὁ ἀγρός·5. (период времени) ἡ περίοδος·6. полигр. ἡ σελίδα· ◊ \полоса света ἡ δέσμη φωτός. -
8 нива
[νίβα] ουσ. θ. αγρός -
9 нива
[νίβα] ουσ θ αγρός -
10 делянка
-и θ.κομμάτι, μέρος γης, δάσους γιά χρήση•опытная делянка πειραματικός αγρός.
-
11 поле
-я, πλθ. -я ουδ.1. πεδιάδα άδεντρη, ακάλυπτη. || χωράφι, αγρός•пахать поле οργώνω το χωράφι•
удобрение -лей λίπανση των αγρών.
2. γήπεδο•тбольное поле γήπεδο ποδοσφαίρου.
|| πεδίο•поле обстрела πεδίο βολής•
поле учений πεδίο ασκήσεων•
поле зрения πεδίο όρασης ή οπτικό πεδίο•
минное поле ναρκοπέδιο•
магнитное поле μαγνητικό πεδίο•
широкое поле деятельности πλατύ πεδίο (σφαίρα) δράσης•
марсово поле πεδίο του Αρεως•
элисиские -я Ηλί-σια πεδία.
|| ο φόντος.3. περιθώριο•тетрадь с полями τετράδιο με περιθώριο•
замтки на -ях παρατηρήσεις στο περιθώριο.
4. πλθ. -я ο γύρος (μπορ) καπέλου.5. κυνηγετική εποχή.εκφρ.поле боя, битвы, сражения, брани – πεδίο της μάχης•поле смерти – παλ. πεδίο της μάχης.
См. также в других словарях:
ἀγρός — field masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγρός — Έκταση γης για την καλλιέργεια κυρίως μονοετών φυτών και μάλιστα δημητριακών· χωράφι, γη, κτήμα. Στα νεότερα χρόνια α. λέγεται κάθε είδους καλλιεργημένη έκταση γης.α. αίματος. Ο λεγόμενος α. του Κεραμέως τον οποίο αγόρασαν κατά τον Ματθαίο (κζ΄ 3 … Dictionary of Greek
αγρός — ο 1. χωράφι, κτήμα, όπου καλλιεργούνται κυρίως δημητριακά. 2. στον πληθ., αγροί είναι ολόκληρη η έξω από μια πόλη καλλιεργούμενη έκταση … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
Καλός Αγρός — Sp Kalòs Ãgras Ap Καλός Αγρός/Kalos Agros L ŠR Graikija … Pasaulio vietovardžiai. Internetinė duomenų bazė
Καλός Αγρός — Μεγάλος πεδινός οικισμός (υψόμ. 70 μ., 1.216 κάτ.) του νομού Δράμας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, 9 χλμ. ΝΔ της πόλης της Δράμας. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Δράμας … Dictionary of Greek
ἀγροί — ἀγρός field masc nom/voc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρούς — ἀγρός field masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρέ — ἀγρός field masc voc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρῷ — ἀγρός field masc dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγρόν — ἀγρός field masc acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
σύαγρος — (I) ο, ΝΜΑ αγριόχοιρος. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἀγρός), πρβλ. ἵππ αγρος]. (II) ὁ, Α (για κυνηγετικό σκύλο) αυτός που κυνηγά αγριόχοιρους. [ΕΤΥΜΟΛ. < σῦς «χοίρος, κάπρος» + αγρός (< ἄγρα), πρβλ. θήρ αγρος, μύ αγρος] … Dictionary of Greek