-
1 αγριοκοιτάζω
[агриокиттазо] р. смотреть свирепо,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγριοκοιτάζω
-
2 зверь
-я, γεν. πλθ. -и α.1. θηρίο, θεριό, άγριο ζώο•хишный зверь αρπακτικό ζώο•
пушной зверь άγριο ζώο με δέρμα για γούνα•
дикив -и άγρια θηρία•
плотоядные -и σαρκοβόρα (σαρκοφάγα) ζώα•
красный зверь ξανθό ζωο (ελάφι).
2. μτφ. κτήνος, ζώο•это, а не человек αυτός είναι θηρίο κι όχι άνθρωπος.
εκφρ.смотреть -ем – αγριοκοιτάζω•будить в ком -я – ξυπνώ σε κάποιον τα άγρια ένστικτα.
См. также в других словарях:
αγριοκοιτάζω — και αγριοκοιτώ αγριοκοίταξα, κοιτάζω με άγριο βλέμμα, αγριοβλέπω: Τον αγριοκοίταξε, αλλά δεν του είπε τίποτε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγριοκοιτάζω — και κοιτώ κοιτάζω κάποιον άγρια, βλοσυρά, απειλητικά. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρημα άγρια + κοιτάζω. ΠΑΡ. αγριοκοίταγμα, αγριοκοιταξιά] … Dictionary of Greek
αγριοβλέπω — αγριοκοιτάζω* … Dictionary of Greek
αγριοξανοίγω — αγριοκοιτάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγρια + ξανοίγω. ΠΑΡ. αγριοξάνοιγμα] … Dictionary of Greek
αγριοθωρώ — ( έω) (MN) αγριοβλέπω, αγριοκοιτάζω *. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. ἄγρια + θωρῶ] … Dictionary of Greek
αγριοκοίταγμα — το [αγριοκοιτάζω] άγριο κοίταγμα, βλοσυρό βλέμμα … Dictionary of Greek
αγριοκοιταξιά — η [αγριοκοιτάζω] το αγριοκοίταγμα* … Dictionary of Greek
αγριοκύτταγμα — αγριοκυττάζω κ.λπ. βλ. αγριοκοίταγμα, αγριοκοιτάζω κ.λπ … Dictionary of Greek
αγριοματιάζω — [αγριομάτης] 1. αγριοκοιτάζω* 2. ματιάζω, βασκαίνω … Dictionary of Greek
αγριοτηρώ — ( άω) αγριοκοιτάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγρια + τηρώ] … Dictionary of Greek
αγριοτρανώ — ( άω) αγριοκοιτάζω*. [ΕΤΥΜΟΛ. < άγρια + τρανώ] … Dictionary of Greek