-
1 αγοροκόριτσο
[агорокорицо] ουσ. о. мужеподобнаяΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγοροκόριτσο
См. также в других словарях:
αγοροκόριτσο — το 1. κορίτσι με εμφάνιση ή συμπεριφορά αγοριού 2. ατίθασο, άτακτο κορίτσι που συναναστρέφεται με αγόρια 3. κορίτσι κακοαναθρεμμένο και ανάγωγο … Dictionary of Greek
αγοροκόριτσο — το κορίτσι που φέρνεται σαν αγόρι, αγορίνα … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγορίνα — η 1. το αγοροκόριτσο* 2. (θωπευτικά) το αγοράκι* … Dictionary of Greek
αγόρι — το [Μ ἀγόρι(ν) και ἀγούρι(ν)] 1. το αρσενικό παιδί ανεξάρτητα από ηλικία, σε αντιδιαστολή προς τα θηλυκά κόρη, κορίτσι 2. με χρήση επιθέτου (= αρσενικός) νεοελλ. 1. το μικρό σε ηλικία αρσενικό παιδί 2. (θωπευτικά) ως προσφώνηση σε προσφιλή άτομα… … Dictionary of Greek