-
1 αγνός
[агнос] εκ. непорочный, наивный.Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγνός
-
2 чистый
чи́ст||ыйприл1. (не грязный) καθαρός, παστρικός:\чистыйые ру́ки τά καθαρά χέρια· \чистый воротничок ὁ καθαρός γιακάς· \чистыйая посуда τά παστρικά πιατικά·2. (без примеси) καθαρός, ἀγνός, ἀνόθευτος, γνήσιος:\чистыйое золото τό καθαρό μάλαμα·3. (ясный, отчетливый) καθαρός:\чистый голос ἡ διαυγής φωνή· \чистыйое произношение ἡ καθαρή προφορά·4. перен (честный, правдивый) καθαρός, ἀγνός/ ἀδολος (искренний):\чистыйая совесть ἡ καθαρή συνείδηση· сказать от \чистыйого сердца λέγω μ· ὅλη μου τήν ψυχή· б. (аккуратный, тщательный) ἐπιμελημένος:\чистыйая работа ἡ παστρική δουλειά, ἡ ἐπιμελημένη ἐργασία· β. (сущий) καθαρός, ἀγνός:\чистыйая случайность ἡ ἀπλή σύμπτωση· \чистыйое недоразумение ἡ καθαρή παρεξήγηση· \чистыйая правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· \чистыйое дитя τό ἀγνό παιδάκι· ◊ \чистый вес τό καθαρό βάρος· \чистыйая прибыль τό καθαρό κέρδος· на \чистыйом воздухе στον καθαρό ἀέρα· в \чистыйом виде (неискаженно) χωρίς ν· ἀλλάξω τίποτε· в \чистыйом поле σέ γυμνό τόπό вывести кого-л. на \чистыйую воду ἀποκαλύπτω (или ξεσκεπάζω) κάποιον, βγάζω τ' ἄπλυτά του στη φόρα· принимать за \чистыйую монету разг παίρνω κάτι στά σοβαρά. -
3 святой
επ., βρ: свят, свята, свято.1. άγιος•Святой Дух το Αγιο Πνεύμα•
Святая Троица η Αγία Τριάδα•
святые места οι άγιοι τόποι•
святая вода άγιασμα, αγιόνερο, -έρι•
святая неделя η Μεγάλη Εβδομάδα, το Μεγαλοβδόμαδο•
святая святых α) το απόκρυφο, το απρόσιτο, β) τα άγια των αγίων, το αγιότατο (το πολυτιμότατο).
2. ουσ. το ιερό•для него нет ничего -ого αυτός δεν έχει (επάνω του) τίποτε το ιερό και όσιο (είναι πάντα έτοιμος για κάθε προστυχιά)•
жития -ых οι βίοι των αγίων.
|| ουσ. ο άγιος• святой ο άγιος, του οποίου η μνήμη τιμάται ή γιορτάζεται•день всех -ых η μέρα των Αγίων πάντων•
клясться всеми -ыми ορκίζομαιστους Αγιους Πάντες.
|| ουσ. -ые παλ. οι εικόνες αγίων.3. βλ. праведный. || αγαθός, αγνός. || μτφ. αναμάρτητος•он чист и свят αυτός είναι καθαρός (αγνός) και άγιος.
4. αγαπητός, προσφιλής, φίλτατος•-ая моя родина φίλατατή μου πατρίδα.
5. ύψιστος•святой долг ιερό καθήκο.
εκφρ.святой отец – πάτερ•- ая -ых – α) μυστικό μέρος, β) βλ. 4 σημ.• как Бог свят (απλ.) οπωσδήποτε, σίγουρα•хоть -ых (вон) неси (выноси) – παλ. μακριά απ εδώ,να μη τον βλέπουν τα μάτια μου (συχαμερότατος). -
4 беспорочный
беспорочныйприл ἀγνός, ἀσπιλος. -
5 дитя
дитяс τό παιδάκι, τό παιδί· ◊ \дитя природы ὁ ἀγνός ἄνθρωπος· у семи́ нянек \дитя без глазу погов. ὅπου λαλούν πολλοί πετεινοί ἀργεῖ νά ξημερώσει. -
6 невинный
невинн||ыйприл1. (невиновный) ἀθῶος:\невинныйая жертва τό ἀθῶο θῦμα·2. (простодушный) ἀφελής, ἀπλοϊκός, ἄδολος, ἀπονήρευτος·3. (безвредный) ἄκακος:\невинныйая шутка τό ἄκακο ἀστείο· \невинныйые удовольствия οἱ ἀθῶες διασκεδάσεις·4. (девственный) παρθένος, ἀγνός. -
7 неискушенный
неискушенн||ыйприл ἀγνός, ἀθῶος / ἀπειρος, ἀτζαμής (неопытный):\неискушенныйый в политике ἄπειρος στήν πολιτική. -
8 неиспорченный
неиспорченныйприл1. νωπός, ἀχάλαστος / φρέσκος (о продуктах)·2. перен ἀθῶος, ἀγνός. -
9 непорочный
непорочныйприл ἀγνός, ἄσπιλος, ἀμόλυντος / ἀθῶος (невинный). -
10 целомудренный
целому́др||енныйприл ἀγνός, παρθενικός, σεμνός. -
11 цельный
цельн||ыйприл1. (из одного куска, вещества) μονοκόμματος, ἀτόφιος, ἀκέραιος·2. перен ἀκέραιος, ἀδιάφθορος/ (о характере и т. п.) ὁλοκληρωμένος (законченный):\цельныйая натура ἀνθρωπος μέ ἀκέραιο χαρακτήρα· \цельныйое впечатление ὁλοκληρωμένη ἐντύπωση·3. (неразбавленный) ἀγνός, γνήσιος; \цельныйое молоко τό καθαρό γάλα -
12 беспорочный
[μπισπαρότσνυϊ] εκ. αγνός -
13 неискушенный
[νιισκουσιόννυϊ] εκ. αγνός, άπειρος -
14 неиспорченный
[νησπόρτστννυϊ] εκ. φρέσκος, (μεταφ.) αθώος αγνός -
15 неискушенный
[νιισκουσιόννυϊ] εκ. αγνός, άπειρος -
16 неиспорченный
[νησπόρτστννυϊ] εκ. φρέσκος, (μεταφ.) αθώος αγνός -
17 непорочный
[νιπαρότσνυΐ] εκ. αγνός, αθώος -
18 целомудренный
[τσελαμούντριννυϊ] εκ. αγνός -
19 чистый
[τσίστυΐ] εκ. καθαρός αγνός -
20 беспорочный
[μπισπαρότσνυϊ] επ αγνός
- 1
- 2
См. также в других словарях:
ἅγνος — ἄγνος , ἄγνος chaste tree fem nom sg ἄγνος , ἄγνος chaste tree masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἄγνος — chaste tree fem nom sg ἄγνος chaste tree masc nom sg (attic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνός — pure masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
άγνος — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… … Dictionary of Greek
αγνός — Δέντρα ή θάμνοι –περίπου 60 φυλλοβόλα ή αείφυλλα φυτά– που φύονται στις θερμές και εύκρατες περιοχές και ανήκουν στην οικογένεια των βερβενιδών. Από τα φυτά αυτά, ένα είδος γνωστότατο στην Ελλάδα είναι η αλυγαριά ή λυγαριά ή αγνιά ή καναπίτσα.… … Dictionary of Greek
αγνός — ή, ό 1. καθαρός, αθώος, τίμιος: Πρόκειται για κορίτσι αγνό. 2. ανόθευτος: Μου δωσε λάδι αγνό … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἄγνω — ἄγνος chaste tree fem nom/voc/acc dual ἄγνος chaste tree fem gen sg (doric aeolic) ἄγνος chaste tree masc nom/voc/acc dual (attic) ἄγνος chaste tree masc gen sg (attic doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνά — ἁγνός pure neut nom/voc/acc pl ἁγνά̱ , ἁγνός pure fem nom/voc/acc dual ἁγνά̱ , ἁγνός pure fem nom/voc sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνότερον — ἁγνός pure adverbial comp ἁγνός pure masc acc comp sg ἁγνός pure neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνοτάτω — ἁγνός pure masc/neut nom/voc/acc superl dual ἁγνός pure masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἁγνοτάτων — ἁγνός pure fem gen superl pl ἁγνός pure masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)