-
1 αγναντεύω
μετ.1) обозревать, наблюдать, рассматривать (с вышины или издали);αγναντεύω από το βουνό — наблюдать с горы;
2) любоваться (с вышины или издали) -
2 αγναντεύω
scanΕλληνικά-Αγγλικά νέο λεξικό (Greek-English new dictionary) > αγναντεύω
-
3 αγναντιάζω
-
4 αγναντώ
См. также в других словарях:
αγναντεύω — αγναντεύω, αγνάντεψα βλ. πίν. 17 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αγναντεύω — αγνάντεψα, αντικρίζω, βλέπω από μακριά ή από ψηλό μέρος: Αγναντεύω το πέλαγος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αγναντεύω — βλέπω, παρατηρώ κάτι από μακριά και συνήθως από ψηλά, ατενίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επίρρ. αγνάντια. ΠΑΡ. αγνάντεμα] … Dictionary of Greek
αναγναντεύω — αγναντεύω, κοιτάζω από μακριά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αν(α) * + αγναντεύω] … Dictionary of Greek
ξαγναντεύω — παρατηρώ από ψηλά και μακριά, επισκοπώ από μακριά και αντίκρυ, αγναντεύω. [ΕΤΥΜΟΛ. < επιτ. ξ(ε) * + αγναντεύω] … Dictionary of Greek
αγνάντεμα — το [αγναντεύω] 1. επισκόπηση, κοίταγμα από μακριά 2. ύψωμα από όπου επισκοπεί κανείς τη γύρω περιοχή ή κοιτάζει μακριά … Dictionary of Greek
αγνάντια — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 720 μ., 411 κάτ.) στην πρώην επαρχία Καλαμπάκας του νομού Τρικάλων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Χασίων. * * * και αγνάντι επίρρ. απέναντι, αντίκρυ. [ΕΤΥΜΟΛ. Από τη συνεκφορά: τα εναντία > *ταϊνάντια > *ταjνάντια… … Dictionary of Greek
αγναντιάζω — και ίζω 1. παρατηρώ από μακριά, αγναντεύω 2. βλέπω κάτι απέναντι μου, αντικρίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αγνάντια] … Dictionary of Greek
αφορώ — (AM ἀφορῶ, άω, Α και ἀπορέω, ιων. τ.) μσν. νεοελλ. αναφέρομαι σε κάποιον, έχω σχέση με κάποιον ή κάτι αρχ. 1. αποβλέπω, αποσκοπώ 2. βλέπω προσεκτικά 3. αγναντεύω 4. συγκρίνω 5. υπακούω. [ΕΤΥΜΟΛ. < αφ (< απο ) + ορώ ( άω) Το ρ. αφορώ απαντά… … Dictionary of Greek
καταδέρκομαι — (Α) βλέπω από ψηλά, αγναντεύω («ἠέλιος φαέθων καταδέρκεται ἀκτίνεσσιν», Ομ. Οδ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < κατ(α) * + δέρκομαι «βλέπω, παρατηρώ»] … Dictionary of Greek
μεταυγάζω — και δωρ. τ. πεδαυγάζω (Α) 1. λάμπω, ακτινοβολώ 2. βλέπω από μακριά, αγναντεύω 3. βλέπω με προσοχή κάποιον. [ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α) * + αὐγάζω «λάμπω, φωτίζω» (< αὐγή)] … Dictionary of Greek