Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αγαλλιώ

  • 1 αγαλλιώ

    ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: fut ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
    ἀ̱γαλλιῶ, ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: pres imperat mp 2nd sg
    ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
    ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > αγαλλιώ

  • 2 ἀγαλλιῶ

    ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: fut ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
    ἀ̱γαλλιῶ, ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic)
    ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: pres imperat mp 2nd sg
    ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: pres subj act 1st sg (attic epic ionic)
    ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: pres ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic)
    ἀγαλλιάω
    rejoice exceedingly: imperf ind mp 2nd sg (homeric ionic)

    Morphologia Graeca > ἀγαλλιῶ

  • 3 αγαλλιώ

    (α) (αόρ. ηγαλλίασα) αμετ. ликовать, безумно ра- доваться

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αγαλλιώ

  • 4 αγαλλιώ

    [агаллио] ρ ликовать, торжествовать.

    Эллино-русский словарь > αγαλλιώ

  • 5 ηγαλλίασα

    αόρ. от αγαλλιώ

    Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > ηγαλλίασα

См. также в других словарях:

  • αγαλλιώ — (Α ἀγαλλιῶ) ( άω) χαίρομαι πολύ, ευφραίνομαι, αγαλλιάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀγάλλομαι, κατά τα ρήματα σε ιάω] …   Dictionary of Greek

  • ἀγαλλιῶ — ἀγαλλιάω rejoice exceedingly fut ind act 1st sg (attic epic doric ionic aeolic) ἀ̱γαλλιῶ , ἀγαλλιάω rejoice exceedingly imperf ind mp 2nd sg (doric aeolic) ἀγαλλιάω rejoice exceedingly pres imperat mp 2nd sg ἀγαλλιάω rejoice exceedingly pres subj …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αγάλλομαι — (Α ἀγάλλομαι και ενεργ. ἀγάλλω) χαίρομαι, ευφραίνομαι αρχ. 1. δοξάζω, εκθειάζω, εξυμνώ 2. (και μέσ. με ενεργ. σημ.) τιμώ κάποιον 3. στολίζω 4. μέσ. υπερηφανεύομαι, καυχώμαι, κομπάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < *ἀγαλός, το οποίο πιθ. συγγενεύει με το ἀγα ,… …   Dictionary of Greek

  • αγαλλίαμα — ἀγαλλίαμα, το (Α) [ἀγαλλιώ] παραφορά χαράς, έκσταση χαράς …   Dictionary of Greek

  • αγαλλίαση — η (Α ἀγαλλίασις) [ἀγαλλιῶ] μεγάλη, απερίγραπτη χαρά, ψυχική ευφροσύνη (ιδιαίτερα στην εκκλησιαστική γλώσσα) η πνευματική ευφροσύνη που δίνει η απαλλαγή από τις αμαρτίες …   Dictionary of Greek

  • αγαλλιάζω — (Α ἀγαλλιάζομαι) [ἀγαλλιῶ] χαίρομαι, ευφραίνομαι, αισθάνομαι αγαλλίαση …   Dictionary of Greek

  • αναγάλλια — η αγαλλίαση, ευφροσύνη, χαρά. [ΕΤΥΜΟΛ. < αναγαλλιώ, αν(α) * + αγαλλιώ «χαίρομαι πολύ, ευφραίνομαι, αγαλιάζω»] …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»