Перевод: с греческого на все языки

со всех языков на греческий

αγαθεύω

См. также в других словарях:

  • αγαθεύω — [αγαθός] φαίνομαι ή γίνομαι ανόητος, αφελής, αγαθοφέρνω, κουτοφέρνω …   Dictionary of Greek

  • αγαθός — ή, ό (Α ἀγαθός, ή, όν) καλός, χρηστός, ενάρετος νεοελλ. 1. καλόψυχος, άκακος 2. υπερβολικά εύπιστος, αφελής, ανόητος 3. το ουδ. ως ουσ. το αγαθό* αρχ. 1. συνετός, φρόνιμος 2. ευγενής στην καταγωγή 3. γενναίος, ανδρείος 4. αυτός που έχει επίδοση… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»