-
1 αγέρωχος
[агерохос] επ. высокомерный, презрительный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αγέρωχος
-
2 горделивый
горд||ели́выйприл ἀγέρωχος, ὑπεροπτικός, ὑπερήφανος. -
3 горделивый
επ., βρ: -лив, -а, -оυπερήφανος, μεγαλόφρονας, υψηλόφρονας, υπερόπτης• αγέρωχος•-ая осанка αγέρωχο ύφος•
-ое чувство αίσθημα υπερηφάνειας.
-
4 залихватский
επ.θαρραλέος, τολμηρός, ριψοκίνδυνος• αγέρωχος. || ζωηρός, χαρούμενος, εύθυμος.
См. также в других словарях:
Ἀγέρωχος — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέρωχος — high minded masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αγέρωχος — η ο (Α ἀγέρωχος, ον) υπεροπτικός, αλαζόνας αρχ. (στον Όμηρο πάντοτε με καλή σημασία) μεγαλόφρων, μεγαλοπρεπής, ευγενής. [ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ., πιθ. σύνθετο «ἐκ συναρπαγῆς» < ἀ αθροιστ. και τή φρ. «γέρας ἔχειν». ΠΑΡ. ἀγερωχία μσν.… … Dictionary of Greek
αγέρωχος — η, ο περήφανος, ακατάδεχτος: Είχε πάντα ένα αγέρωχο ύφος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀγερωχότερον — ἀγέρωχος high minded adverbial comp ἀγέρωχος high minded masc acc comp sg ἀγέρωχος high minded neut nom/voc/acc comp sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγερωχοτάτων — ἀγέρωχος high minded fem gen superl pl ἀγέρωχος high minded masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγερώχως — ἀγέρωχος high minded adverbial ἀγέρωχος high minded masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγέρωχον — ἀγέρωχος high minded masc/fem acc sg ἀγέρωχος high minded neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγερωχοτέροις — ἀγέρωχος high minded masc/neut dat comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀγερωχότερα — ἀγέρωχος high minded neut nom/voc/acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
Ἀγερώχοις — Ἀγέρωχος masc dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)