Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αβόλευτος

См. также в других словарях:

  • αβόλευτος — η, ο [βολεύω] αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να βολευτεί, να τακτοποιηθεί, ατακτοποίητος …   Dictionary of Greek

  • αβόλευτος — η, ο αυτός που δεν έχει βολευτεί, τακτοποιηθεί: Οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε ήταν μεγάλες κι αβόλευτες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ανοικονόμητος — η, ο (Α ἀνοικονόμητος, ον) αβόλευτος, ατακτοποίητος νεοελλ. ειρων. 1. αυτός που δεν χωρά πουθενά εξαιτίας του μεγέθους του 2. ενοχλητικός, άπληστος αρχ. αυτός που δεν διαχειρίζεται καλά κάτι, δεν διευθύνει σωστά …   Dictionary of Greek

  • ανοικονόμητος — η, ο αβόλευτος, ακατάστατος, δύσκολος: Είναι άνθρωπος ανοικονόμητος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»