-
1 αβόλευτος
[аволэфтос] εκ. неустроенный, неудобный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αβόλευτος
См. также в других словарях:
αβόλευτος — η, ο [βολεύω] αυτός που δεν έχει ή δεν μπορεί να βολευτεί, να τακτοποιηθεί, ατακτοποίητος … Dictionary of Greek
αβόλευτος — η, ο αυτός που δεν έχει βολευτεί, τακτοποιηθεί: Οι δυσκολίες που αντιμετώπιζε ήταν μεγάλες κι αβόλευτες … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ανοικονόμητος — η, ο (Α ἀνοικονόμητος, ον) αβόλευτος, ατακτοποίητος νεοελλ. ειρων. 1. αυτός που δεν χωρά πουθενά εξαιτίας του μεγέθους του 2. ενοχλητικός, άπληστος αρχ. αυτός που δεν διαχειρίζεται καλά κάτι, δεν διευθύνει σωστά … Dictionary of Greek
ανοικονόμητος — η, ο αβόλευτος, ακατάστατος, δύσκολος: Είναι άνθρωπος ανοικονόμητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)