-
1 αβοήθητος
[авоититос] εκ. лишённый помощи, беспомощный,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αβοήθητος
См. также в других словарях:
ἀβοήθητος — admitting of no help masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αβοήθητος — η, ο (Α ἀβοήθητος, ον) [βοηθῶ] αυτός που δεν βρήκε βοήθεια, ανυπεράσπιστος, ανυποστήρικτος αρχ. ανίατος, αθεράπευτος … Dictionary of Greek
αβοήθητος — η, ο εκείνος που δε βοηθήθηκε: Ό,τι είχε κατορθώσει το χε κάνει μόνος κι αβοήθητος … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀβοηθήτως — ἀβοήθητος admitting of no help adverbial ἀβοήθητος admitting of no help masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβοήθητον — ἀβοήθητος admitting of no help masc/fem acc sg ἀβοήθητος admitting of no help neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβοηθήτοις — ἀβοήθητος admitting of no help masc/fem/neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβοηθήτου — ἀβοήθητος admitting of no help masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβοηθήτους — ἀβοήθητος admitting of no help masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβοηθήτων — ἀβοήθητος admitting of no help masc/fem/neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβοηθήτῳ — ἀβοήθητος admitting of no help masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀβοήθητα — ἀβοήθητος admitting of no help neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)