1 αβασκαίνω
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό > αβασκαίνω
αβασκαίνω — → δες βασκαίνω … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
αβασκαίνω — βασκαίνω* … Dictionary of Greek
αβασκαίνω — βλ. βασκαίνω … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)