Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

αβίαστος

См. также в других словарях:

  • ἀβίαστος — unforced masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • αβίαστος — η, ο επίρρ. α 1. αυτός που δε βιάστηκε, δεν εξαναγκάστηκε: Ό,τι έκαμα το έκαμα αβίαστος. 2. αυτός που γίνεται απλά και χωρίς εκζήτηση: Ο λόγος του ήταν φυσικός και αβίαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • αβίαστος — η, ο (Α ἀβίαστος, ον) [βιάζω] 1. αυτός που δεν έχει υποστεί ή που δεν είναι δυνατόν να υποστεί εξαναγκασμό, βία 2. εκούσιος, θεληματικός 3. απροσποίητος, φυσικός νεοελλ. (για πρόσωπα) αυτός που δεν έχει υποστεί βιασμό …   Dictionary of Greek

  • άβιαστος — η, ο χωρίς βιασύνη, ατάραχος: Μόλο που βλεπε τους άλλους να τρέχουν, αυτός βάδιζε άβιαστος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άβιαστος — η, ο [βιάζω] αυτός που δεν βιάζεται, ο αργός …   Dictionary of Greek

  • ἀβιάστως — ἀβίαστος unforced adverbial ἀβίαστος unforced masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβίαστον — ἀβίαστος unforced masc/fem acc sg ἀβίαστος unforced neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβιάστοις — ἀβίαστος unforced masc/fem/neut dat pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβιάστου — ἀβίαστος unforced masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβιάστων — ἀβίαστος unforced masc/fem/neut gen pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀβιάστῳ — ἀβίαστος unforced masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»