-
1 αίτιος
[этнос] ουσ. а. виновник,Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > αίτιος
-
2 виновник
вино́вн||икм1. (провинившийся) ὁ Ενοχος, ὁ ὑπαίτιος, ὁ φταίχτης, ὁ πταί-στης·2. (являющийся причиной чего-л.) ὁ δράστης, ὁ αίτιος:\виновник происшествия ὁ αίτιος τοῦ ἐπεισοδίου· \виновник торжества ὁ ἐορτάζων. -
3 виновник
1. (провинившийся) о ένοχ/ος, ο υπαίτιος, ο φταίχτηςпризнавать - ым θεωρώ - о 2. (являющийся причиной чего-л.) о αίτιος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > виновник
-
4 причинять
причинятьнесов προξενώ, προκαλώ, γίνομαι αίτιος, ἐπιφέρω:\причинять боль προξενώ πόνο· \причинять вред βλάπτω, προκαλώ ζημία· \причинять беспокойство στενοχωρώ, ἐνοχλώ, προξενώ ἐνόχληση. -
5 виноватый
επ., βρ: -ват, -а, -о1. φταίχτης• ένοχος•я в этом не -ват εγώ γι αυτό δεν είμαι φταίχτης (δε φταίω)•
-того нашли τόν ένοχο τόν βρήκαν•
в этом деле вы кругом -ы σ’ αυτή την υπόθεση εσείς τα φταίτε όλα•
кто -ват? ποιος φταίει; ποιος είναι ένοχος;•
без вины -ват φταίχτης χωρίς να φταίει•
-ат, -та φταίχτης, -τρία (για ζήτηση συγγνώμης).
2. αίτιος, υπαίτιος•в этом -о его легкомыслие γι αυτό φταίει η ελαφρόνοια του.
3. ένοχος, που δείχνει ενοχή•виноватый взгляд ένοχο βλέμμα•
-ое молчание ένοχη σιωπή.
-
6 виновник
-а α. –ца, -ы θ.1. ένοχος, -η•виновник преступления ένοχος εγκλήματος (ή αδικήματος).
2. πρωτοστάτης, πρωτεργάτης, αίτιος.
См. также в других словарях:
αἴτιος — culpable masc nom sg αἴτιος culpable masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αίτιος — ια, ιο (AM αἴτιος, ία, ιον και σπάνια ιος, ιον) 1. (στα νεοελλ. ως ουσ.) ο αίτιος, αυτός εξαιτίας τού οποίου συμβαίνει κάτι, υπαίτιος, υπεύθυνος 2. το ουδ. ως ουσ. το αίτιο* (μσν. αρχ.) 1. (και ως ουσ.) ένοχος κολάσιμης πράξης, υπόδικος,… … Dictionary of Greek
αίτιος — α, ο 1. ο υπεύθυνος, ο υπόλογος για κάτι: Αυτός ήταν ο αίτιος της καταστροφής τους. 2. το ουδ. ως ουσ., το αίτιο η αιτία: Το κύριο αίτιο για την κατάσταση αυτή είναι η οικονομική αστάθεια … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
αἰτιώτερον — αἴτιος culpable adverbial comp αἴτιος culpable masc acc comp sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc comp sg αἴτιος culpable masc acc comp sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc comp sg αἴτιος culpable adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιωτάτω — αἴτιος culpable masc/neut nom/voc/acc superl dual αἴτιος culpable masc/neut gen superl sg (doric aeolic) αἴτιος culpable masc/neut nom/voc/acc superl dual αἴτιος culpable masc/neut gen superl sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιωτάτων — αἴτιος culpable fem gen superl pl αἴτιος culpable masc/neut gen superl pl αἴτιος culpable fem gen superl pl αἴτιος culpable masc/neut gen superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιωτέρων — αἴτιος culpable fem gen comp pl αἴτιος culpable masc/neut gen comp pl αἴτιος culpable fem gen comp pl αἴτιος culpable masc/neut gen comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιώτατα — αἴτιος culpable adverbial superl αἴτιος culpable neut nom/voc/acc superl pl αἴτιος culpable adverbial superl αἴτιος culpable neut nom/voc/acc superl pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτιώτατον — αἴτιος culpable masc acc superl sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc superl sg αἴτιος culpable masc acc superl sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἰτίω — αἴτιος culpable masc/neut nom/voc/acc dual αἴτιος culpable masc/neut gen sg (doric aeolic) αἴτιος culpable masc/fem/neut nom/voc/acc dual αἴτιος culpable masc/fem/neut gen sg (doric aeolic) αἰτέω ask pres subj act 1st sg (doric) αἰτέω ask pres… … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
αἴτιον — αἴτιος culpable masc acc sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc sg αἴτιος culpable masc/fem acc sg αἴτιος culpable neut nom/voc/acc sg αἰτέω ask imperf ind act 3rd pl (doric) αἰτέω ask imperf ind act 1st sg (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)