-
1 ίχνος
[ихнос] ουσ. о. следΛεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ίχνος
-
2 след
след 1следа (-у), δοτ. следу, προ θ.о следе, на следу, πλθ. следы α.1. ίχνος, αχνάρι• ντορός• πατησιά•человеческие -ы ανθρώπίνα ίχνη•
конские -ы ίχνη αλόγου•
-ы зайца ντορός λαγού•
-а нет δεν υπάρχει ίχνος•
широкие -ы πλατιές πατησιές.
2. σημείο, σημάδι• υπόλειμμα• ουλή•-ы ослы на лице σημάδια ευλογιάς στο πρόσωπο•
неизгладимый след ανεξίτηλο ίχνος•
исчез без -а εξαφανίστηκε χωρίς ν' αφήσει ίχνη.
εκφρ.след (-ом) в след; в один след – καταποδιαστά, κατά πόδας•обнаружить -ы – ανακαλύπτω τα ίχνη•идти по чьим -ам – α) πηγαίνω στα ίχνη κάποιου. β) ακολουθώ το παράδειγμα ή τη διδασκαλία κάποιου/ (и) след простыл (пропал) εξαλείφτηκε (χάθηκε) κάθε ίχνος.след: 2не след (απλ.) δεν πρέπει• след ή как след παλ. όπως πρέπει. -
3 след
следм1. (отпечаток) τό Ιχνος, τό ἀποτύπωμα/ ἡ πατημασιά (тк. нога):идти по \следа́м βαδίζω στά ϊχνη, παρακολουθώ κατά πόδας, πέρνω στό κατόπι· обнаружить чьй-л, \следы ἀνακαλύπτω τά Ιχνη κάποιου·2. (остаток или признак чего-л.) τό Ιχνος:\следы ожо́га σημάδι ἀπό ἐγκαυμα· \следы преступления τά Ιχνη τοῦ ἐγκλήματος·3. перен ἡ συνέπεια:оставить неизгладимый \след ἀφήνω ἀνεξίτηλο Ιχνος· ◊ заметать \следы ἐξαφανίζω τά ίχνη· идти по горячим \следам πηγαίνω στά φρέσκα ἰχνη· его и \след простыл разг ἐγινε ἄφαντος. -
4 отпечаток
отпечаток м το αποτύπωμα* το σημάδι, το ίχνος (след)* * *мτο αποτύπωμα το σημάδι, το ίχνος ( след) -
5 след
след м το ίχνος; το χνάρι (тж. перен.)' το αποτύπωμα (отпечаток)' идти по \следу βαδίζω στα ίχνη κάποιου* * *мидти́ по следу — βαδίζω στα ίχνη κάποιου
-
6 отпечаток
отпечатокм1. τό ἀποτύπωμα/ τό Ιχνος, τό σημάδι (след):\отпечаток пальцев τά δακτυλικά ἀποτυπώματα· \отпечаток ноги́ на песке τά Ιχνη τοῦ ποδιού στήν ἄμμο·2. перен τό σημάδι, τό Ιχνος; \отпечаток гру́сти на лице τά σημάδια θλίψης στό πρόσωπο· накладывать свой \отпечаток на что-л. ἀφήνω τά Ιχνη μου, βάζω τήν σφραγίδα μου σέ κάτι. -
7 дорожка
1. (на носителе записи) το ίχνος, ο δρόμος 2. (подшипника, беговая) о σφαιρόδρομοςη στεφάνη ολίσθησης των σφαιρών3. (диэлектриче-ская) το διηλεκτρικό πατάκι/διάδρομος 4. (за-кромочная) τα ίχνη του πλοίου, τα απόνερα, η ολκός, ο ομόρρους 5. (рулёжная) о διάδρομος της τροχοδρόμησης 6. (узкая дорожка, тропинка) το δρομάκι 7. (половик) о διάδρομος, το χαλί/ο τάπητας διαδρόμων.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > дорожка
-
8 знак
1. (для обозначения чего-л., указания на что-л.) το σημείο, το σήμαаннули-рование товарного - а торг. η ακύρωση του σήματος κατατεθέντοςвладелец товарного - а торг. о κάτοχος του σήματος κατατεθέντοςвопросительный - грам. см. ниже таблицу восклицательный - грам. см. ниже таблицу - гарантии η απόδειξη εγγύησηςторговый - см. товарный -фирменный - см товарный -2. (символ) το σύμβολ/οвыносить множитель из-под - а корня βγάζω τον πολλαπλασιαστή έξω από το - της ρίζαςравный по величине и противоположный по - у ίσο σε μέγεθος/τιμή, αλλά αντίθετου σημείου- вычитания - της αφαίρεσης, το πλην- διά- равенства - της ισότητας, το ίσον- сложения - της πρόσθεσης, το συν- умножения - του πολλαπλασιασμού, το επί3. (след, отметина) το ίχνος, το σημάδι 4. (сигнал) το σήμα, το σινιάλο 5. (авто) το σήμα, η πινακίδα 6. - и мн. мор. - грузовых марок с дисками Плим-соля οι γραμμές φόρτωσης και οι μπάλες 7. (кода, программирования) ο χαρακτήραςбуквенно-цифровой - вчт. αλφαριθμητικός -буквенный - вчт. αλφαβητικός -управляющий вчт. - του ελέγχουРусско-греческий словарь научных и технических терминов > знак
-
9 индентор
(наконечник твердомера) το άκρο του μετρητή σκληρότηταςвдавливать - в образец συμπιέζω/μπάζω το - στο δείγμαРусско-греческий словарь научных и технических терминов > индентор
-
10 колея
1. (ширина железнодорожного пути) το εύρος/πλάτος της σιδηροδρομικής γραμμής 2. (линия пути) η σιδηρογραμμική γραμμή, η τροχιά 3. (след от транспорта) το ίχνος του τροχού (του μεταφορικού μέσου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > колея
-
11 печать
1. (средство массовой информации) о τύποςвыйти из - и τυπώνομαι, εκδίδομαιнаходиться в - и βρίσκεται στην/υπό εκτύπωση/έκδοσηпоступать в - εκδίδομαι, βγαίνω (από την εκτύπωση)2. (типографский или иной сходный процесс) η εκτύπωσηглубокая - полигр. βαθιά -, η βαθυτυπία3. (издательское и типографское дело) η έκδοση 4. (прибор с вырезанными знаками для оттискивания их на чём-л. 5. (след, отпечаток чего-л.) το αποτύπωμα, το ίχνος.Русско-греческий словарь научных и технических терминов > печать
-
12 след
το ίχνος, το αποτύπωμα- колёс - των τροχών, η τροχιάспут-ный - (спутная струя) η ολκός, η αυλακιάРусско-греческий словарь научных и технических терминов > след
-
13 трек
1. (след заряженной частицы) физ. το ίχνος, το αποτύπωμα 2. (дорожка) ο διάδρομος, η διαδρομή (π.χ. του (μοτο)πο-δηλατοδρομείου).Русско-греческий словарь научных и технических терминов > трек
-
14 гран
гранм:в этом нет ни \грана истины σ'αύτό δέν ὑπάρχει οὔτε ίχνος ἀλήθειας. -
15 помин
поминм:легок на \помине κατά φωνή καί ὁ γάιδαρος· и в \помине нет ὁὔτε ἰχνος ὑπάρχει. -
16 правда
правд||аж1. ἡ ἀλήθεια:су́щая \правда ἡ καθαρή ἀλήθεια· говорить кому́-л. \правдау в глаза́ λέω τήν ἀλήθεια κατάμουτρα· в этом нет ни доли \правдаы σ' αὐτό δέν ὑπάρχει οὔτε Ιχνος ἀληθείας·2. предик безл εἶναι ἀλήθεια:это \правда εἶναι ἀλήθεια, τοῦτο είνε ἀληθές· это совершенная \правда αὐτό εἶναι ἀληθέστατο· \правда, что он уезжает? εἶναι ἀλήθεια δτι φεύγει;·3. вводн. сл. εἶναι ἀλήθεια.., ἡ ἀλήθεια εἶναι...· ◊ твоя \правда· ἔχεις δίκιο· по \правдае говоря γιά νά πούμε τήν ἀλήθεια· всеми \правдаами и неправдами χρησιμοποιώντας θεμιτά κι ἀθέμιτα μέσα -
17 свежий
свеж||ийприл1. φρέσκος, νωπός:\свежийее мясо τό νωπό (или τό φρέσκο) κρέας· \свежий хлеб τό φρέσκο ψωμί·2. (чистый, прохладный) δροσερός, καθαρός:на \свежийем воздухе στήν ὕπαιθρο, στον καθαρό ἀέρα·3. (холодный) δροσερός, ψυχρός:на дворе \свежийо (ἔξω) κάνει δροσιά (или κάνει ψύχρα), εἶναι δροσερός ὁ καιρός· \свежий ветер прям., перен ὁ δροσερός ἀνεμος, ἡ ἀΰρα·4. (недавний, новый) πρόσφατος, νωπός / перен τελευταίος, πρόσφατος:\свежийая рана ἡ πρόσφατη πληγή· \свежий след τό νωπό Ιχνος· \свежий номер журнала τό τελευταίο (или τό πρόσφατο) τεύχος περιοδικού· \свежийие новости οἱ τελευταίες εἰδήσεις·5. (чистый, вымытый) разг φρεσκοπλυμένος:\свежийее белье καθαρά ἀσπρόρρουχα·6. перен (яркий, не блеклый) ζωηρός, χτυπητός:\свежий цвет лица φρεσκάδα τοδ προσώπου· \свежийие краски ζωηρά χρώματα·7. (бодрый) ζωηρός/ φρέσκος, δροσερός (моложавый)/ ξεκού· ραστος (отдохнувший):со \свежийими силами μέ καινούργιες δυνάμεις· ◊ \свежий человек καινούργιος ἄνθρωπος· \свежийая мысль ἡ καινούργια ιδέα. -
18 тень
теи||ьж1. прям., перен тж. жив. ἡ σκιά, ὁ ίσκιος:сидеть в \теньн κάθομαι στον ἰσκιο· класть \теньи жив. βάζω (или ζωγραφίζω) σκιά· по ее лицу пробежала \тень неудовольствия μιά ἐκφραση δυσαρέσκειας διάβηκε ἀπό τό πρόσωπο της·2. перен (слабый след) ἡ ἐκφραση:ни \теньи сомнения δέν ὑπάρχει ὁὔτε ίχνος ἀμφιβολίας·3. (неясные очертания, силуэт) ἡ σκιά, ἡ σιλουέτα:промелькнула какая-то \тень πέρασε κάποια σκιά·4. (призрак, дух) τό φάσμα, τό φάντασμα:\теньи прошлого οἱ σκιές τοῦ παρελθόντος· ◊ от нее осталась одна \тень αὐτή κατάντησε φάντασμα· бросить \тень на кого́-л. προκαλώ ὑποψία ἐναντίον κάποιου· держаться в \теньй φέρνομαι σεμνά, δέν ἐπιδεικνύομαι· ходить как \тень за кем-л. γίνομαι ἡ σκιά κάποιου. -
19 trace correlation
French\ \ trace de corrélationGerman\ \ Trace-KorrelationDutch\ \ sporencorrelatieItalian\ \ traccia di correlazioneSpanish\ \ traza correlaciónCatalan\ \ -Portuguese\ \ correlação do traçoRomanian\ \ -Danish\ \ -Norwegian\ \ -Swedish\ \ -Greek\ \ ίχνος συσχέτισηFinnish\ \ matriisin jäljen korrelaatioHungarian\ \ nyomkorrelációTurkish\ \ iz korelasyonu; iz ilişkisiEstonian\ \ -Lithuanian\ \ žymių koreliacijaSlovenian\ \ -Polish\ \ korelacja śladowaRussian\ \ корреляция следаUkrainian\ \ -Serbian\ \ -Icelandic\ \ rekja fylgniEuskara\ \ -Farsi\ \ -Persian-Farsi\ \ همبستگي اثريArabic\ \ أثر الارتباطAfrikaans\ \ spoorkorrelasieChinese\ \ 迹 相 关Korean\ \ 대각합 상관 -
20 безвестно
επίρ.ο χωρίς ίχνος, άγνωστα. || αφανώς, σε αφάνεια.
См. также в других словарях:
ἴχνος — track neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ίχνος — το (AM ἴχνος) 1. το αποτύπωμα τού ποδιού στο έδαφος, πατημασιά, χνάρι 2. κάθε σημάδι, αποτύπωμα ή άλλη ένδειξη που αφήνει κάποιο αντικείμενο («ίχνη τροχών») 3. μτφ. για αφηρημένες έννοιες) υπόλειμμα, λείψανο, απομεινάρι (α. «ίχνη πανάρχαιου… … Dictionary of Greek
ίχνος — το ους 1. σημείο, αποτύπωμα: Ταίχνη ήταν πρόσφατα. – Ίχνη λαγού. 2. απομεινάρι, υπόλειμμα: Ίχνη αίματος. – Ίχνη αρχαίου ναού. 3. ελάχιστη ποσότητα: Βρέθηκαν ίχνηλευκώματος στα ούρα. – Δεν έμεινε ίχνος. 4. μτφ., μικρό μέρος: Δεν έχει ίχνος… … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἴχνει — ἴχνος track neut nom/voc/acc dual (attic epic) ἴχνεϊ , ἴχνος track neut dat sg (epic ionic) ἴχνος track neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴχνη — ἴχνος track neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) ἴχνος track neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχνέων — ἴχνος track neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἰχνῶν — ἴχνος track neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴχνεος — ἴχνος track neut gen sg (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴχνεσι — ἴχνος track neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴχνεσιν — ἴχνος track neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἴχνεσσι — ἴχνος track neut dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)