Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ήττα

  • 1 ήττα

    [итта] ουσ. Θ. поражение,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ήττα

  • 2 поражение

    поражение с η ήττα; нанести \поражение νικώ; потерпеть \поражение παθαίνω ήττα, ηττώμαι; без \пораженией χωρίς ήττα
    * * *
    с
    η ήττα

    нанести́ пораже́ние — νικώ

    потерпе́ть пораже́ние — παθαίνω ήττα, ηττώμαι

    без пораже́ний — χωρίς ήττα

    Русско-греческий словарь > поражение

  • 3 терпеть

    терпеть 1) υπομένω» κάνω υπομονή, υποφέρω (переносить, испытывать ) 2) (допускать) ανέχομαι 3): \терпеть поражение παθαίνω ήττα; \терпеть неудачу αποτυχαίνω
    * * *
    1) υπομένω, κάνω υπομονή, υποφέρω (переносить, испытывать)
    2) ( допускать) ανέχομαι
    3)

    терпе́ть пораже́ние — παθαίνω ήττα

    терпе́ть неуда́чу — αποτυχαίνω

    Русско-греческий словарь > терпеть

  • 4 поражение

    1. (разгром противника) η ήττα 2. (повреждение, нанесённое оружием) το χτύπημα, το τραύμα 3. (повреждение, болезненное изменение в ткани, органе и т.п.) η προσβολή, η βλάβη 4. (напр. цели) η προσβολή (π.χ. του στόχου).

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > поражение

  • 5 проигрыш

    η ήττα, το χάσιμο, η αποτυχία
    -ный της ήττας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > проигрыш

  • 6 поражение

    поражение
    с
    1. ἡ ήττα:
    нанести́ \поражение νικῶ· потерпеть \поражение в бою νικιέμαι, ἡττώ-μαι·
    2. мед. ἡ προσβολή· ◊ \поражение в правах юр. ἡ [ἀπο]στέρησις πολιτικών δικαιωμάτων.

    Русско-новогреческий словарь > поражение

  • 7 проигрыш

    проигрыш
    м τό χάσιμο, ἡ ἀπώλεια, ἡ ζημία / ἡ ήττα (в спорте):
    быть в \проигрыше, остаться в \проигрыше βγαίνω ζημιωμένος, χάνω.

    Русско-новогреческий словарь > проигрыш

  • 8 мат

    α.
    ματ, ήττα του αντιπάλου στο σκάκι. || μτφ. αδιέξοδο, απελπιστική κατάσταση.
    α.
    ψάθα• χοντροπλεγμένο στρώμα. || στρώμα γυμναστικό.
    α.
    παλ. αλαμπία, αμαυρότητα, θαμπάδα, μουντάδα. || τραχύτητα, αδρότητα, αδράδα.
    α.
    кричать (орать, вопить) благим -ом κραυγάζω, ορύομαι, φωνάζω στη διαπασών.
    α.
    βρισιά (προς μητέρα κάποιου).

    Большой русско-греческий словарь > мат

  • 9 поражение

    ουδ.
    1. χτύπημα, εύρεση, επιτυχία•

    поражение цели η εύρεση του στόχου.

    2. ήττα•

    нанести поражение противнику κατανικώ τον αντίπαλο•

    потерпеть поражение битве νικιέμαι στη μάχη.

    || αποτυχία.
    3. χτύπημα (με μαχαίρι ή άλλο μέσο).
    4. προσβολή, βλάβη•

    поражение зрительного нерва προσβολή του οπτικού νεύρου.

    εκφρ.
    поражение прав ή в правах – στέρηση των πολιτικών δικαιωμάτων.

    Большой русско-греческий словарь > поражение

  • 10 приведение

    ουδ.
    1. βάλσιμο (σε κίνηση, ενέργεια, λειτουργία κ.τ.τ.)•

    приведение в порядок τακτοποίηση, διευθέτηση•

    приведение в движение βάλσιμο σε κίνηση.

    2. οδήγηση,φορά•

    приведение к гибели οδήγηση στο χαμό (την καταστροφή)•

    приведение к поражению οδήγηση στην ήττα.

    3. παρουσίαση, προσαγωγή• παράθεση.
    (μαθ.) τροπή•

    приведение к общему знаменателю τροπή (ετερώνυμων κλασμάτων) σε ομώνυμα.

    Большой русско-греческий словарь > приведение

  • 11 привести

    -веду, -ведшь, παρλθ. χρ. - привл
    -ла, -ло, μτχ. παρλθ. χρ. приведший, παθ. μτχ. παρλθ. χρ. приведенный, βρ: -ден, -дена, -дено,
    επιρ. μτχ. приведя
    ρ.σ.μ.
    1. (κυρλξ. κ. μτφ.)• οδηγώ, φέρω πηγαίνω•

    ребнка домой πηγαίνω το παιδάκι στο σπίτι•

    побежи привестиди врача τρέξε, φέρε το γιατρό•

    обстоятелства -ли меня сюда οι περιστάσεις με έφεραν εδώ•

    привести к мысли οδηγώ στη σκέψη•

    -к правильному заключению οδηγώ σε σωστό συμπέρασμα•

    привести в затруднение φέρω σε δυσκολία•

    привести в отчаяние φέρω σε απελπισία•

    привести в замешательство φέρω σε σύγχυση.

    2. βάζω, θέτω•

    привести в действие, в движение βάζω σε ενέργεια, σε κίνηση.

    3. (με την πρόθεση «В» σε συνδυασμόμε μερικά ουσ. αποδίδεται στα ελληνικά με ρήμα από τη σημ. του ουσ.)•

    привести в готовность ετοιμάζω•

    привести в исполнение εκτελώ•

    привести в порядок τακτοποιώ•

    привести в негодность αχρηστεύω.

    || (μαθ.) τρέπω•

    привести к общему знаменателю τρέπω ετερώνυμσ. (κλάσματα) σε ομώνυμα.

    4.(με την πρόθ.«К») οδηγώ προς•

    привести к гибели οδηγώ στο χαμό (καταστροφή)•

    привести к поражению οδηγώ στην ήττα.

    5. παρουσιάζω, φέρω, προβάλλω•

    привести пример φέρω παράδειγμα•

    привести аргументы φέρω επιχειρήματα•

    он -л слова известного учёного αυτός επικαλέστηκε τα λόγια γνωστού επιστήμονα.

    εκφρ.
    привести в себя: – α) συνεφέρνω (επαναφέρω στις αισθήσεις), β) επαναφέρω στην πρότερη κατάσταση•
    привести к порядку – кого επαναφέρω στην τάξη κάποιον•
    не -ди Бог (господи, господь) – να μη δόσει ο Θεός, ο Κύριος•
    -дёт Бог (господь); -дёт судьба (случай) – θα το φέρει ο Θεός, ο Κύριος θα το φέρει η τύχη, η περίσταση•
    не -дёт к добру – δε θα οδηγήσει σε καλό•
    ни -дёт ни к чему хорошему – δε θα οδηγήσει σε τίποτε το καλό.
    απρόσ. συμβαίνω, γίνομαι, λαμβάνω χώρα τα φέρνουν οι περιστάσεις, η τύχη.

    Большой русско-греческий словарь > привести

  • 12 проигрыш

    α.
    χάσιμο απώλεια, ήττα•

    матча χάσιμο της συνάντησης (του ματς)•

    судебного процесса το χάσιμο της δίκης•

    сражения χάσιμο της μάχης•

    проигрыш времени χάσιμο χρόνου•

    большой проигрыш χασούρα (στο χαρτοπαίγνιο)•

    быть в -е χάνω, έχω χασούρα•

    остаться в -θ χάνω το παιγνίδι, νικιέμαι.

    Большой русско-греческий словарь > проигрыш

  • 13 разгром

    α.
    1. συντριβή, συντριπτική ήττα, καταστροφή, πανωλεθρία, νίλα. разгром врага συντριβή του εχθρού.
    2. ερείπωση• ερήμωση•

    -города ερείπωση της πόλης•

    разгром страны ερήμωση της χώρας.

    || πλήρης αταξία, χάος.

    Большой русско-греческий словарь > разгром

  • 14 терпеть

    терплю, терпишь, παθ. μτχ. ενστ. терпимый, βρ: -пим, -а, -о
    ρ.δ.
    1. υπομένω, υποφέρω, βαστώ, αντέχω, κρατώ•

    терпеть голод, холод αντέχω στην πείνα, στο κρύο•

    терпеть боль βαστώ τον πόνο•

    -и казак, атаманом будешь παρμ. η υπομονή κερδίζει τα πάντα.

    || ανέχομαι, σηκώνω•

    он не любит, а только -ит меня αυτός δεν αγαπά, αλλά μόνο με ανέχεται•

    он не -ит шутки αυτός δε σηκώνει αστεία, με το αρνητ. μόριο не δεν επιτρέπω, δεν επιδέχομαι•

    дело важное, не -ит отлагательство η υπόθεση είναι σοβαρή, δεν επιδέχεται αναβολή.

    2. δοκιμάζω, περνώ, διέρχομαι•

    терпеть нужду περνώ φτώχεια (ανέχεια, ένδεια)•

    -поражение δοκιμάζω ήττα•

    терпеть неудачу δοκιμάζω αποτυχία•

    терпеть фиаско δοκιμάζω φιάσκο•

    терпеть лишения περνώ στερήσεις.

    || περιμένω, καρτερώ•

    дело не -ит η υπόθεση δεν περιμένει•

    время не -ит ο καιρός δεν περιμένει•

    время -ит ο καιρός περιμένει, υπάρχει ακόμα καιρός.

    εκφρ.
    бумага всё -ит – το χαρτί όλα τα υπομένει (γράψε ό,τι καλό ή άσχημο θέλεις).
    ανέχομαι, υπομένω κλπ. ρ. ενεργ. φ. терпи, покуда -ится κράτα όσο μπορείς (να κρατήσεις).

    Большой русско-греческий словарь > терпеть

  • 15 шпага

    θ.
    ξίφος• λόγχη•

    обнажить -у ξιφουλκώ.

    εκφρ.
    отдать -у – παραδίνω το ξίφος (παραδέχομαι την ήττα μου• παραδίνομαι αιχμάλωτος)•
    продать -у – προδίνω το ξίφος (περνώ με το μέρος του εχθρού).

    Большой русско-греческий словарь > шпага

См. также в других словарях:

  • ήττα, η — ήττα, η, 1. άτυχη έκβαση κάποιου αγώνα: Αυτό το κόμμα έπαθε δεινή ήττα στις εκλογές. 2. απώλεια κάποιας μάχης: Οι Πέρσες έπαθαν μεγάλη ήττα στη Σαλαμίνα από τους Έλληνες …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἥττᾳ — ἥττᾱͅ , ἧσσα defeat fem dat sg (attic doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήττα — η (AM ἧττα, και παλαιότ. αττ. τ. ήσσα) 1. αποτυχία, καταστροφή στον πόλεμο, ατυχής έκβαση μάχης 2. ατυχής, αποτυχημένη έκβαση ενός αγώνα, μιας προσπάθειας ή μιας επιχείρησης («ήττα στις εκλογές») αρχ. 1. υποχώρηση σε κάτι, εξασθένηση τής… …   Dictionary of Greek

  • ἡττᾷ — ἡσσάομαι to be less pres subj mp 2nd sg (attic) ἡσσάομαι to be less pres ind mp 2nd sg (attic epic) ἡττάω to be less pres subj mp 2nd sg ἡττάω to be less pres ind mp 2nd sg (epic) ἡττάω to be less pres subj act 3rd sg ἡττάω to be less pres ind… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἧττα — ἧσσα defeat fem nom/voc sg (attic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥτταν — ἥττᾱν , ἡττάω to be less imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἥττᾱν , ἡττάω to be less imperf ind act 1st sg (doric aeolic) ἥττᾱν , ἡττάω to be less imperf ind act 3rd pl (doric aeolic) ἥττᾱν , ἡττάω to be less imperf ind act 1st sg (doric… …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥττας — ἥττᾱς , ἧσσα defeat fem acc pl (attic) ἥττᾱς , ἧσσα defeat fem gen sg (attic doric aeolic) ἥττᾱς , ἡττάω to be less imperf ind act 2nd sg ἥττᾱς , ἡττάω to be less imperf ind act 2nd sg (homeric ionic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡττάσθω — ἡττά̱σθω , ἡσσάομαι to be less pres imperat mp 3rd sg (attic) ἡττά̱σθω , ἡττάω to be less pres imperat mp 3rd sg ἡττά̱σθω , ἡττάω to be less perf imperat mp 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἡττάσθωσαν — ἡττά̱σθωσαν , ἡσσάομαι to be less pres imperat mp 3rd pl (attic) ἡττά̱σθωσαν , ἡττάω to be less pres imperat mp 3rd pl ἡττά̱σθωσαν , ἡττάω to be less perf imperat mp 3rd pl (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἥτταται — ἥττᾱται , ἡττάω to be less perf ind mp 3rd sg (doric aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • Ελλάδα - Ιστορία (Νεότεροι χρόνοι) — Η ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΙΣΤΟΡΙΑ ΤΩΝ ΝΕΟΤΕΡΩΝ ΧΡΟΝΩΝ (1828 ΕΩΣ ΣΗΜΕΡΑ) Τα γεγονότα που σημάδεψαν τη νεότερη ιστορία της Ελλάδας ήταν πολλά και ιδιαίτερα σημαντικά, συνέτειναν δε, μέσα από αιματηρές εσωτερικές διενέξεις (με αποκορύφωμα τον εθνικό διχασμό) και… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»