Перевод: с русского на все языки

со всех языков на русский

ήρωας

  • 1 ήρωας

    [ироас] ουσ. а. герой,

    Λεξικό Ελληνικά-ρωσική νέα (Греческо-русский новый словарь) > ήρωας

  • 2 герой

    герой м 1) ο ήρωας Герой Советского Союза о Ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης Герой Социалистического Труда о Ήρωας της Σοσιαλιστικής Εργασίας 2) (главное дейст вующее лицо) о πρωταγωνιστής
    * * *
    м
    1) ο ήρωας

    Геро́й Сове́тского Сою́за — ο Ήρωας της Σοβιετικής Ένωσης

    Геро́й Социалисти́ческого Труда́ — ο Ήρωας της Σοσιαλιστικής Εργασίας

    2) ( главное действующее лицо) ο πρωταγωνιστής

    Русско-греческий словарь > герой

  • 3 герой

    α.
    ήρωας•

    герой Великой Отечественной войны ήρωας του Μεγάλου Πατριωτικού πολέμου•

    герой Греции ήρωας της Ελλάδας•

    герой социалистического труда ήρωας της σοσιαλιστικής δουλειάς•

    герой романа ήρωας του μυθιστορήματος.

    εκφρ.
    герой не моего романа – άνθρωπος που δεν με τραβά, δεν τον συμπαθώ.

    Большой русско-греческий словарь > герой

  • 4 герой

    герой
    м
    1. ὁ ήρωας, ὁ ήρως:
    Герой Советского Союза ὁ Ἤρωας τής Σοβιετικής Ένωσης· Герой Социалистического Труда ὁ Ήρωας τής Σοσιαλιστικής Δουλείας·
    2. (главное действующее лицо) ἡ ήρωας, ὁ πρωταγωνιστής.

    Русско-новогреческий словарь > герой

  • 5 герой

    литер. о ήρωας
    положительный - θετικός -.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > герой

  • 6 персонаж

    литер. о ήρωας.

    Русско-греческий словарь научных и технических терминов > персонаж

  • 7 богатырь

    богатырь
    м ὁ ἀντρειωμένος, ὁ ήρωας. τοῦ ρωσικοῦ ἐπους/ ὁ χεροδύναμος, τό παλληκάρι, ὁ λεβέντης (силач).

    Русско-новогреческий словарь > богатырь

  • 8 положительный

    положительн||ый
    прил в разн. знач. θετικός, ἀναμφισβήτητος, βέβαιος:
    \положительныйый ответ ἡ καταφατική (или θετική) ἀπάντηση· \положительныйый по́люс физ. ὁ θετικός πόλος· \положительныйый герой (в литературном произведении) ὁ θετικός ήρωας· \положительныйая степень гран. ὁ θετικός βαθμός· \положительныйый человек ὁ θετικός ἀνθρωπος.

    Русско-новогреческий словарь > положительный

  • 9 прославленный

    прославленный
    1. прич. от прославить·
    2. прил ἐνδοξος, δοξασμένος:
    \прославленный герой ὁ ἐνδοξος ήρωας.

    Русско-новогреческий словарь > прославленный

  • 10 прямиком

    прямиком
    нареч разг ὁλόισια, ἰσια. прямо
    1. нареч (ровно) ἰσια·
    2. нареч (по прямой линии) κατ' εὐθείαν, ἀπ· εὐθείας, ἰσια, ὀλόϊσια:
    идти \прямиком πηγαίνω ἰσια·
    3. нареч (непосредственно) ἄμεσα, ἀπ' εὐθείας, ἰσια:
    \прямиком к де́лу ἀπ· εὐθείας στήν ὑπόθεση· сказать \прямиком в лицо λέγω κατάμουτρα· он шлепнулся \прямиком в грязь ἔπεσε ἀκριβώς πάνω στή λάσπη·
    4. нареч (откровенно) ἀνοιχτά, καθαρά, ξάστερα:
    ты скажи́ мне \прямиком πές μου ἀνοιχτά·
    5. частица усилительная разг πραγματικά, πράγματι:
    он \прямиком герой εἶναι πραγματικός ήρωας· я \прямиком поражен μένω πραγματικά κατάπληκτος· ◊ \прямиком противоположный ἐντελώς ἀντίθετος.

    Русско-новогреческий словарь > прямиком

  • 11 смерть

    смерт||ь
    ж ὁ θάνατος:
    естественная (насильственная) \смерть ὁ φυσικός (ό βίαιος) θάνατος· гражданская \смерть ὁ πολιτικός θάνατος· умереть \смертьью героя πεθαίνω σάν ήρωας· спаса́ть от \смертьи σώζω ἀπό τόν θάνατο· ◊ лагерь \смертьи τό στρατόπεδο τοῦ θανάτου· быть при́ \смертьи πνέω τά λοίσθια, ψυχορραγώ· быть между жизнью и \смертью εἶμαι μεταξύ ζωής κα£ θανάτου· сражаться не на жизнь, а на \смерть μάχομαι μέχρι θανάτου· на слу́чай \смертьи σέ περίπτωση θανάτου· до \смертьи надоело βαρέθηκα φοβερά.

    Русско-новогреческий словарь > смерть

  • 12 чей

    чей
    мест.
    1. вопр. τίνος, ποιανοῦ:
    чья это тетрадь? ποιανοῦ εἶναι τό τετράδιο;· чьи это книги? τίνος εἶναι τά βιβλία;·
    2. относ. τοῦ ὁποίου, τής ὁποίας, τῶν ὁποίων:
    герой, чье и́мя известно всем ὁ ήρωας τό δνομα τοῦ ὁποίου εἶναι γνωστόν σέ ὅλους.

    Русско-новогреческий словарь > чей

  • 13 безвестный

    επ., βρ: -тен, -тна, -тно
    άγνωστος•

    безвестный остров άγνωστο νησί.

    || αφανής, άσημος•

    безвестный герой άγνωστος ήρωας.

    Большой русско-греческий словарь > безвестный

  • 14 богатырь

    α.
    1. ήρωας του ρωσικού έπους, Ηρακλής.
    2. μτφ. άνθρωπος ισχυρότατος.

    Большой русско-греческий словарь > богатырь

  • 15 литературный

    επ., βρ: -рен, -рна, -рно
    φιλολογικός, λογοτεχνικός•

    -ое произведение!.λογοτεχνικό έργο•

    -ое наследство λογοτεχνική κληρονομιά•

    литературный кружок φιλολογικός όμιλος•

    литературный талант φιλολογικό ταλέντο•

    литературный труд λογοτεχνική εργασία•

    -ая деятельность λογοτειχνική δραστηριότητα•

    -ая собственность λογοτεχνική ιδιοκτησία•

    -ое имя φιλολογικό όνομα•

    литературный герой ήρωας λογοτεχνικού έργου•

    -язык φιλολογική γλώσσα.

    Большой русско-греческий словарь > литературный

  • 16 он

    он 1
    его, ему, его, им, о нём (στις πλάγιες πτώσεις παίρνει στην αρχή το γράμμα Η, αν βρίσκεται μετά τις προθέσεις: от него, к нему, на него, с ним, о нём), προσ. αντων. 3ου προσώπου καθώς και κτητ. αντωνυμία αυτός•

    он читает αυτός διαβάζει•

    его дом το σπίτι του•

    за ним μετά (πίσω) απ αυτόν•

    он сам αυτός ο ίδιος.

    || (σε συνδυασμό με το μόριο вот αποκτά σημ. δεικτικής αντωνυμίας)• αυτός•

    вот он να αυτός, νάτος•

    вот он я εγώ είμαι αυτός, νά με.

    || ως ουσ. ο αγαπητικός, ο ερωμένος ο ήρωας μυθιστορήματος•

    я ей не он εγώ δεν είμαι ο αυτός της.

    εκφρ.
    пусть (пускай) его – (για αδιαφορία) άφησε τον, άς τον(ε)..
    он 2
    άκλ. ουδ. παλ. ονομασία του γράμματος «О»
    .

    Большой русско-греческий словарь > он

  • 17 прямо

    επίρ.
    ευθέως, κατ ευθεία• ολόισια•

    идите прямо, потом сверните налево πηγαίνετε κατ ευθεία, μετά στρίψτε αριστερά•

    я еду прямо в Афины πηγαίνω κατ ευθεία στην Αθήνα•

    он заглянул прямо в глаза αυτός κοίταξε κατάματα.

    || ορθά, ευθυτενώς•

    стоять прямо στέκομαι ορθά (όρθια).

    || ανοιχτά, ξεκάθαρα, σταράτα•

    отвечай прямо απάντα ξεκάθαρα.

    || (μόριο επιτακ.) πραγματικά, αλήθεια•

    он прямо герой είναι πραγματικά ήρωας.

    || εντελώς, τελείως, ολωσδιόλου•

    прямо противоположный εντελώς αντίθετος.

    εκφρ.
    прямо-таки – πραγματικά, αλήθεια•
    прямо! – αμ πως! αμ πως δα! τι λες!

    Большой русско-греческий словарь > прямо

  • 18 чей

    (αντων. κτητική)• τίνος, ποιανού, ποιανής, σε ποιόν ανήκει.
    1. ερωτ. чей этот дом? τίνος είναι αυτό το σπίτι;•

    чья эта машина? τίνος είναι αυτό το αυτοκίνητο;•

    чьё это поле? τίνος είναι αυτό το χωράφι;•

    ты чья? τίνος είσαι εσύ; (ποιανών γονέων)•

    чьи эти книги? ποιανού είναι αυτά τα βιβλία.

    2. (αναφορ.) του οποίου, -οίας•

    человек, чьей жизни я был свидетелем άνθρωπος, της ζωής του οποίου ήμουν γνώστης•

    герой, чьё имя известно всем ο ήρωας, το όνομα του οποίου είναι πασίγνωστο.

    3. βλ. чей-либо, чей-нибудь
    εκφρ.
    чей бы то ни был – οποιουδήποτε και αν είναι, σε οποιονδήποτε και αν ανήκει•
    чья возьмёт – ποιος θα νικήσει τον άλλον, ποιος θα υπερτερήσει.

    Большой русско-греческий словарь > чей

  • 19 чья

    (αντων. κτητική)• τίνος, ποιανού, ποιανής, σε ποιόν ανήκει.
    1. ερωτ. чья этот дом? τίνος είναι αυτό το σπίτι;•

    чья эта машина? τίνος είναι αυτό το αυτοκίνητο;•

    чьё это поле? τίνος είναι αυτό το χωράφι;•

    ты чья? τίνος είσαι εσύ; (ποιανών γονέων)•

    чьи эти книги? ποιανού είναι αυτά τα βιβλία.

    2. (αναφορ.) του οποίου, -οίας•

    человек, чьей жизни я был свидетелем άνθρωπος, της ζωής του οποίου ήμουν γνώστης•

    герой, чьё имя известно всем ο ήρωας, το όνομα του οποίου είναι πασίγνωστο.

    3. βλ. чей-либо, чей-нибудь
    εκφρ.
    чей бы то ни был – οποιουδήποτε και αν είναι, σε οποιονδήποτε και αν ανήκει•
    чья возьмёт – ποιος θα νικήσει τον άλλον, ποιος θα υπερτερήσει.

    Большой русско-греческий словарь > чья

  • 20 чьё

    (αντων. κτητική)• τίνος, ποιανού, ποιανής, σε ποιόν ανήκει.
    1. ερωτ. чьё этот дом? τίνος είναι αυτό το σπίτι;•

    чья эта машина? τίνος είναι αυτό το αυτοκίνητο;•

    чьё это поле? τίνος είναι αυτό το χωράφι;•

    ты чья? τίνος είσαι εσύ; (ποιανών γονέων)•

    чьи эти книги? ποιανού είναι αυτά τα βιβλία.

    2. (αναφορ.) του οποίου, -οίας•

    человек, чьей жизни я был свидетелем άνθρωπος, της ζωής του οποίου ήμουν γνώστης•

    герой, чьё имя известно всем ο ήρωας, το όνομα του οποίου είναι πασίγνωστο.

    3. βλ. чей-либо, чей-нибудь
    εκφρ.
    чей бы то ни был – οποιουδήποτε και αν είναι, σε οποιονδήποτε και αν ανήκει•
    чья возьмёт – ποιος θα νικήσει τον άλλον, ποιος θα υπερτερήσει.

    Большой русско-греческий словарь > чьё

См. также в других словарях:

  • ήρωας — Mυθικό ον, στο οποίο αποδιδόταν λατρεία στην αρχαία ελληνική θρησκεία. Ο ή. διακρινόταν από τη θεότητα, γιατί τον θεωρούσαν θνητό και μόνο μετά τον θάνατό του –έναν θάνατο συχνά ασυνήθιστο– αποκτούσε την ικανότητα να βοηθάει στις ανάγκες τους… …   Dictionary of Greek

  • ήρωας — ο θηλ. ηρωίδα 1. αυτός που ξεχωρίζει για τις ικανότητές του και τις ασυνήθιστα γενναίες πράξεις του: Ήρωας του τρωικού πολέμου. – Ήρωες της ελληνικής επανάστασης. 2. αυτός που υπηρετεί ένα υψηλό σκοπό μέχρι αυτοθυσίας: Ήρωας της επιστήμης. 3. ο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἥρωας — ἥρω̆ας , ἥρως hero masc acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • πορφύρης — Ήρωας τραγουδιών του ακριτικού κύκλου, των παλιότερων ελληνικών δημοτικών τραγουδιών, που υμνούν τους αγώνες των ακριτών εναντίον των Αράβων στη διάρκεια των σκληρών συγκρούσεών τους με το Βυζάντιο τον 9o και 10o αι. Σ’ ένα από τα άσματα αυτά… …   Dictionary of Greek

  • Σίσυφος — Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας, περίφημος για την πανουργία του. Ήταν γιος του Αίολου, κύριος της Εφύρας και ιδρυτής της Κορίνθου. Κατά το μύθο, ο Σ. είχε καταφέρει να εξαπατήσει το θάνατο και τον ίδιο τον Άδη, το θεό του κάτω κόσμου,… …   Dictionary of Greek

  • μηριόνης — Ήρωας του Τρωικού πολέμου, που αναφέρεται σε πολλά σημεία της Ιλιάδας. Ο Όμηρος τον περιγράφει ως συνετό, γενναίο και επιδέξιο πολεμιστή. Καταγόταν από την Κρήτη και ήταν στενός φίλος του Ιδομενέα, τον οποίο όμως σκότωσε κατά λάθος, σκοπεύοντας… …   Dictionary of Greek

  • Αγκύλας — Ήρωας των ακριτικών επών. Μονομαχεί με τον Διγενή για ένα ωραίο φαρίν (άλογο) και τον νικά. Σε δεύτερη όμως μονομαχία μαζί του, ο Α. σκοτώνεται …   Dictionary of Greek

  • Αλή Μπαμπάς — ήρωας του παραμυθιού Ο Α. Μ. και οι σαράντα κλέφτες της συλλογής Χίλιες και μία νύχτες. Χάρη στη σκλάβα του, Μοργκάνα, κατάφερε να σκοτώσει τους σαράντα ληστές και να πάρει έτσι τον αμύθητο θησαυρό τους, που φύλαγαν σε ένα σπήλαιο με μαγική… …   Dictionary of Greek

  • Αρμούρης — Ήρωας του πιο παλιού νεοελληνικού ιστορικού έπους, με τίτλο Του Αρμούρη (βλ. λ.) …   Dictionary of Greek

  • Μούνιχος — Ήρωας, επώνυμος του λιμανιού της Μουνιχίας, ενός από τα στρατιωτικά λιμάνια του Πειραιά. Ήταν γιος του Παντακλή ή Πεντευκλή. Σύμφωνα με μια εκδοχή, όταν οι Θράκες τον έδιωξαν από τον Ορχομενό, πήγε με τους οπαδούς του Μινύες και εγκαταστάθηκε… …   Dictionary of Greek

  • Φιλοκτήτης — Ήρωας της ελληνικής μυθολογίας. Ο μύθος τον απεικονίζει οπλισμένο με άσφαλτα βέλη, που του τα είχε δωρίσει ο Ηρακλής. Έλαβε μέρος στην εκστρατεία της Τροίας, αλλά κατά τη διάρκεια του ταξιδιού οι σύντροφοί του τον εγκατέλειψαν στη Λήμνο, εξαιτίας …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»