Перевод: с греческого на русский

с русского на греческий

ήρεμος

См. также в других словарях:

  • ἤρεμος — quiet masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ήρεμος — η, ο (AM ἤρεμος, ον) ήσυχος, γαλήνιος, ατάραχος (α. «είμαι ψυχικά ήρεμος» β. «ἤρεμος και ἡσύχιος βίος», ΚΔ) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τό ἤρεμον η στιλπνότητα. επίρρ... ηρέμως και ηρέμα και ήρεμα (AM ἠρέμως και ἠρέμα, Α και ἠρεμί και ἠρεμεί) ήσυχα, όχι …   Dictionary of Greek

  • ήρεμος — η, ο επίρρ. α ακίνητος, ατάραχος, ήσυχος, γαλήνιος: Ήρεμη θάλασσα. – Ήρεμο πνεύμα. – Κοιμήθηκε ήρεμα. – Υπόμεινε ήρεμα τον πόνο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἠρεμώτερον — ἤρεμος quiet masc acc comp sg ἤρεμος quiet neut nom/voc/acc comp sg ἤρεμος quiet adverbial …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρεμώτατον — ἤρεμος quiet masc acc superl sg ἤρεμος quiet neut nom/voc/acc superl sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρέμως — ἤρεμος quiet adverbial ἤρεμος quiet masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἤρεμον — ἤρεμος quiet masc/fem acc sg ἤρεμος quiet neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρεμωτέρους — ἤρεμος quiet masc acc comp pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρέμου — ἤρεμος quiet masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρέμους — ἤρεμος quiet masc/fem acc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἠρέμῳ — ἤρεμος quiet masc/fem/neut dat sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»