-
1 ηρεμος
-
2 ἤρεμος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ἤρεμος
-
3 ήρεμος
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > ήρεμος
-
4 ήρεμος
η, ο [ος, ον ]1) спокойный, тихий; мирный;σε ήρεμο τόνο — мирным тоном;
2) спокойный, хладнокровный -
5 ἤρεμος
тихий, спокойный, мирный.Ελληνικά-Ρωσικά λεξικό στα κείμενα της Καινής Διαθήκης (Греческо-русский словарь к текстам Нового Завета) > ἤρεμος
-
6 ήρεμος
[ирэмос] επ тихий, спокойный. -
7 2263
Греческо-русский лексикон Нового Завета с номерами Стронга и греческой Симфонией > 2263
См. также в других словарях:
ἤρεμος — quiet masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ήρεμος — η, ο (AM ἤρεμος, ον) ήσυχος, γαλήνιος, ατάραχος (α. «είμαι ψυχικά ήρεμος» β. «ἤρεμος και ἡσύχιος βίος», ΚΔ) αρχ. το ουδ. ως ουσ. τό ἤρεμον η στιλπνότητα. επίρρ... ηρέμως και ηρέμα και ήρεμα (AM ἠρέμως και ἠρέμα, Α και ἠρεμί και ἠρεμεί) ήσυχα, όχι … Dictionary of Greek
ήρεμος — η, ο επίρρ. α ακίνητος, ατάραχος, ήσυχος, γαλήνιος: Ήρεμη θάλασσα. – Ήρεμο πνεύμα. – Κοιμήθηκε ήρεμα. – Υπόμεινε ήρεμα τον πόνο … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἠρεμώτερον — ἤρεμος quiet masc acc comp sg ἤρεμος quiet neut nom/voc/acc comp sg ἤρεμος quiet adverbial … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρεμώτατον — ἤρεμος quiet masc acc superl sg ἤρεμος quiet neut nom/voc/acc superl sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρέμως — ἤρεμος quiet adverbial ἤρεμος quiet masc/fem acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἤρεμον — ἤρεμος quiet masc/fem acc sg ἤρεμος quiet neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρεμωτέρους — ἤρεμος quiet masc acc comp pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρέμου — ἤρεμος quiet masc/fem/neut gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρέμους — ἤρεμος quiet masc/fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἠρέμῳ — ἤρεμος quiet masc/fem/neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)